Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Ο Ηράκλειτος και η φιλοσοφία» του Κώστα Αξελού
– Ο λόγος είναι αυτό που συνδέει τα φαινόμενα μεταξύ τους, που τα συνδέει ως φαινόμενα ενός και μόνου Σύμπαντος, κι αυτό που συνδέει την ομιλία με τα φαινόμενα· Ο λόγος είναι ένας σύνδεσμος. Αυτό που γίνεται φανερό ως φαινόμενο είναι ήδη διαποτισμένο απ’ το λόγο, γι’ αυτό και μπορεί να συλληφθεί. Ο λόγος είναι η ψυχή και το πνεύμα της ηρακλειτικής διαλεκτικής που με τον Κόσμο αποτελεί ένα σώμα. Αυτός όμως ο λόγος δεν είναι λόγος μιας Λογικής. Είναι αυτό που εξαρχής ζωογονεί κάθε σκέψη· αυτός ο λογος θα γίνει αργότερα σκεψη λογική, φυσική, κλπ. κλπ. Η δύναμή του είναι η δύναμη της συμπαντικότητας και το φως του καταυγάζει τα σκοτάδια.
– «Αυτός που μπορεί να είναι συνοπτικός, είναι διαλεκτικός, κι αυτός που δεν μπορεί, δεν είναι διαλεκτικός» θα πει ο Πλάτων (Πολιτεία VII, 537C)
– Ο Πλούταρχος από τη Χαιρώνεια (Περί Αδολεσχίας,17-D,A 36) μας αφηγείται μια μικρή ιστορία: όταν οι συμπολίτες του κάλεσαν τον Ηράκλειτο να εκφράσει και καμιά δική του σκέψη πάνω στην ομόνοια, αυτός ανέβηκε στο βήμα, πήρε ένα κύπελο με δροσερό νερό, έριξε μέσα κριθάλευρο, ανακάτωσε όλο αυτό το μίγμα μ’ ένα κλωνί από φλισκούνι, το ήπιε κι έφυγε. Τους έδειξε έτσι καθαρά πως η συνήθεια ν’ αρκούμαστε σ’ αυτά που μας προσφέρονται και να περνάμε και χωρίς ακριβά πράγματα, κάνει τις πολιτείες να ζουν με ειρήνη και ομόνοια. Σ’ αυτό το περιστατικό βλέπουμε το σοφό Ηράκλειτο το λακωνικό και λιτό, να δίνει ένα μάθημα στους φλύαρους και υλιστές ανθρώπους της αγοράς, με σκοπό να διατηρηθεί η ειρήνη στην πόλη.
– Συχνά η αρχαία σκέψη συσχετίζει τα παιδιά και τους σοφούς: οι απορίες των παιδιών οδηγούν στη σοφία των γηρατιών. Παιδιά και σοφοί ζουν μια ζωή μεταφυσική και, «οιστρηλατημένη» και τους χαρακτηρίζει μια ακοινώνητη κοινωνικότητα.
– Η βαθιά αλήθεια που εκδηλώνεται μερικές φορές με το γεγονός ότι ο άνθρωπος εκφράζει με το θάνατό του το νόημα της ζωής του, συχνά μυθοποιείται πάρα πολύ εύκολα.
– Με τη διαλεκτική, η ποίηση του οράματος και του ρήματος ανταμώνει τη σκέψη του λόγου και της σύλληψης του κόσμου.
– Στην περιφέρεια του κύκλου αρχή και πέρας συμπίπτουν (απ. 103). Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ίδιος δρόμος (απ. 60). Ευθύς και λοξός δρόμος στο γναφαριό είναι ένας κι ο ίδιος (απ. 59)’)
– Στα ίδια ποτάμια μπαίνουμε και δεν μπαίνουμε, είμαστε και δεν είμαστε (απ. 49α). Στα ίδια ποτάμια μπαίνουν συνεχώς άλλα κι άλλα νερά· κι απ’ τα υγρά βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις (απ. 12). Δεν μπορούμε να μπούμε δυο φορές στο ίδιο ποτάμι… (Κάθε τι θνητό) σκορπίζεται και πάλι μαζεύεται, πλησιάζει κι απομακρύνεται (απ. 91)·
– Αν και ο λόγος αυτός είναι αιώνια (*) οι άνθρωποι γίνονται ασύνετοι και πριν τον ακούσουν κι αφού τον ακούσουν για πρώτη φορά· γιατί, ενώ τα πάντα γίνονται σύμφωνα με αυτόν τον λόγο, οι άνθρωποι μοιάζουν άπειροι ακόμα κι όταν καταπιάνονται και με λόγια και με έργα τέτοια σαν αυτά που εγώ διηγούμαι, διαιρώντας το καθένα κατά τη φύση του και λέγοντας το όπως έχει’ οι άλλοι όμως άνθρωποι ξαστοχούν (*) όσα κάνουν ξύπνιοι, όπως λησμονούν όσα κάνουν στον ύπνο τους (απ. 1)· Γι’ αυτό πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τον κοινό λόγο γιατί το κοινό είναι συμπαντικό. Ενώ όμως ο λόγος είναι κοινός, οι πολλοί ζουν σαν να είχαν μια δική τους φρόνηση (απ.2) Με το λόγο, αυτόν που τα κυβερνάει όλα, τον οποίο μάλιστα συναναστρέφονται αδιάκοπα, μ’ αυτόν έχουν διαφορές, κι όσα συναντούν κάθε μέρα, τους φαίνονται ξένα (απ. 72)· Απ’ όσων τα λόγια άκουσα, κανείς δε φτάνει σε τούτο: στο να γνωρίζει ότι το σοφό είναι απ’όλα χωρισμένο (απ. 108).
– Γιατί δε σκέφτονται έτσι οι πολλοί, όσοι τα συναντούν, ούτε κι όταν τα μαθαίνουν τα γνωρίζουν αλλά τα φαντάζονται (απ, 17). ‘Οταν ακούν δεν καταλαβαίνουν και γι’ αυτό μοιάζουν με κουφούς· μαρτυρεί γι’ αυτούς η παροιμία: παρόντες απουσιάζουν (απ. 34). Παιχνίδια παιδιών οι ανθρώπινες δοξασίες (απ. 70). Ο βλάκας αρέσκεται σε κάθε λόγο να τρομάζει(απ. 87). Γατί ποιός είναι ο νους τους ή φρόνησή τους; Πείθονται από τους λαϊκούς τραγουδιστές και δάσκαλός τους είναι ο όχλος· δεν ξέρουν ότι «οι πολλοί είναι κακοί και οι καλοί λίγοι» (απ. 104) Γιατί τα σκυλιά γαυγίζουν όποιους δε γνωρίζουν(απ.97) Κακοί μάρτυρες τα μάτια και τ’ αυτιά για τους ανθρώπους, όταν οι ψυχές τους είναι βάρβαρες (απ. 107). Η έπαρση είναι νόσος ιερή και η όραση ψεύδεται (απ. 46). Το ανθρώπινο ον δεν έχει σοφίες, το θείο όμως έχει (απ. 78). Καλύτερα να κρύβεις την αμάθεια παρά να τη βγάζεις στη φόρα (απ. 95). Ας μη βγάζουμε στην τύχη συμπεράσματα για τα μέγιστα πράγματα (απ. 47)Δεν πρέπει να κάνουμε πράξεις και να μιλούμε όπως όταν κοιμόμαστε’ γιατί και τότε νομίζουμε πως κάνουμε πράξεις και μιλούμε (απ. 73)
– ο «Ηράκλειτος πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι προικισμένος με δύο όργανα για να γνωρίσει την αλήθεια: με τις αισθήσεις και με το λόγο· απ’ αυτά τα δύο, θεωρεί τις αισθήσεις… αναξιόπιστες και παραδέχεται σαν κριτήριο το λόγο. Καταδικάζει τις αισθήσεις και δηλώνει ότι ο λόγος είναι κριτής της αλήθειας, όχι ο οποιοσδήποτε λόγος αλλά ο κοινός και θείος λόγος».
– Κοινός για όλους μόνον ένας κόσμος υπάρχει. Οι κόσμοι των κοιμισμένων είναι πολλαπλοί κι εκείνοι που καταφεύγουν σ’αυτούς τους κόσμους, δεν μπορούν ούτε μεταξύ τους να συνεννοηθούν, γιατί τους λείπει κάθε είδους αναφορά στο συμπαντικό. Μόνη η κάτασταση της εγρήγορσης δεν είναι αρκετή για να χαρακτηρίσει τους προδρόμους, επειδή υπάρχουν άνθρωποι που όσο ξύπνιοι κι αν είναι, δεν ξέρουν τι κάνουν. Η εγρήγορση, μόνον όταν φωτίζεται από το φως του λόγου κάνει τον άνθρωπο νηφάλιο, τον κάνει να ριζώσει στο ορατό και στο αόρατο και τον κατευθύνει προς τους ορίζοντες της γνώσης. Το ξύπνημα είναι μια έξοδος απ’ το βασίλειο του ύπνου, η σκέψη δε φωτίζεται παρά μόνο όταν ξεπερνά το όνειρο. Το φως αναγνωρίζει και σκορπίζει τα σκότη.
– Αν η ευτυχία ήταν οι σωματικές απολαύσεις, θα έπρεπε να λέμε ευτυχισμένα τα βόδια όταν βρίσκουν μπιζέλια για να φάνε (απ.4). Τα γουρούνια κυλιούνται μες στη λάσπη, τα πουλερικά μες στη σκόνη ή μες στη στάχτη (απ. 37). Καλύτερα να κρύβεις την αμάθεια παρά τη βγάζεις στη φόρα, (αυτό όμως είναι δύσκολο έργο όταν γίνεται μέσα στην ακολασία και στο μεθύσι) (απ. 95). (Δεν πρέπει να φερόμαστε σαν) παιδιά γονέων, (απλούστερα: όχι όπως τα παραλάβαμε) (απ. 74). Οι τιμές υποδουλώνουν θεούς κι ανθρώπους (απ. 132, ίσως απόκρυφο). Δεν πάει να ‘ναι κανείς ευχάριστος σε σημείο που ίδιος να φαίνεται γελοίος (απ. 130, απόκρυφο). Η έπαρση: διακοπή της προκοπής (απ. 131, απόκρυφο) Οι κακοί άνθρωποι, των αληθινών αντίδικοι (απ. 133, απόκρυφο)
– Το άτομο ξεχνάει (και είναι κρίμα) ότι αποτελεί μέρος ενός ολόκληρου σύμπαντος‘ και το ξεχνάει αυτό όταν μένει αιχμάλωτο της απόλαυσής του ή όταν δίνει υπερβολικά μεγάλη σημασία στις τιμές που του αποδίδουν.
– (Να θυμόμαστε και) εκείνον που ξεχνάει που πηγαίνει ο δρόμος (απ. 71). Το καλύτερο για τους ανθρώπους δεν είναι να γίνονται όσα θέλουν (απ. 110). Η αρρώστια κάνει την υγεία πράγμα γλυκό και καλό, ο λιμός τον κόρο, ο κάματος την ανάπαυση (απ. 111). (Κάθε πράγμα αυξάνει με τον τρόπο του, σύμφωνα μ’ εκείνο που του λείπει) (απ.126β, απόκρυφο). Οι άριστοι προτιμούν απ’ όλα το ένα, δόξα αιώνια των θνητών οι πολλοί χορταίνουν σαν τα κτήνη(απ. 29). Ο συντομότερος δρόμος για μια καλή φήμη είναι το να γίνεις καλός (απ. 135, απόκρυφο). Σωφροσύνη, η μέγιστη αρετή, και σοφία το να λες την αλήθεια και να πράττεις σύμφωνα με τη φύση ακούγοντάς την (απ.112). Το καλό και το κακό είναι ένα). Οι γιατροί κόβουν, καίνε, (με κάθε τρόπο βασανίζουν σκληρά τους ο αρρώστους), κι ενώ δεν το αξίζουν, ζητούν να πάρουν κι αμοιβή , αφού κάνουν κι αυτοί το ίδιο πράγμα: (τα καλά και τις αρρώστιες) (απ. 58). Για το θεό όλα είναι όμορφα και καλά και δίκαια, όμως οι άνθρωποι άλλα θεωρούν άδικα κι άλλα δίκαια (απ. 102)
– Ο Διογένης ο Λαέρτιος(VII,8) μας αφηγείται πως ο Πυθαγόρας, στην ερώτηση ποιος είναι φιλόσοφος απάντησε παρομοιάζοντας τη ζωή με τους ολυμπιακούς αγώνες: υπάρχουν άνθρωποι που πηγαίνουν σ’αυτούς για να κάνουν εμπόριο, άλλοι για να πάρουν μέρος στους διαγωνισμούς, και οι άριστοι είναι εκείνοι που πηγαίνουν για να κοιτάξουν. Το ίδιο και στη ζωή: τα κατώτερα όντα είναι κυνηγοί πλούτου και κυνηγοί δόξας, οι άλλοι, φιλόσοφοι της αλήθειας. Το κείμενο αυτό είναι έξοχα διδαχτικό στην απλότητά του’ από τη μια διαρθρώνεται ένα τρίπτυχο — έμποροι, αγωνιστές, θεατές ~ κι από την άλλη η διαίρεση γίνεται βασικά διμερής: υπάρχουν οι κατώτερες ψυχές και οι φιλόσοφοι της αλήθειας.
Ο φίλος της σοφίας, γυρεύοντας το δρόμο που θα τον οδηγούσε στο συμπαντικό, σκοντάφτει, στη διάρκεια της συγκεκριμένης του ζωής, πάνω σε συγκεκριμένα εμπόδια. Το συγκεκριμένο εκφράζει φυσικά το συμπαντικό, όπως το ορατό ταυτίζεται από το αόρατο.
– Είναι λοιπόν δύσκολο να πολεμήσει κανείς ενάντια στην καρδιά του, γιατί κάθετί που ποθεί το αγοράζει δίνοντας γι’ αντάλλαγμα την ψυχή του(απ.85), και ταυτόχρονα είναι καλύτερα να μην εκπληρώνονται οι επιθυμίες μας (απ. 110). Τόσο η ικανοποίηση της επιθυμίας όσο και η νίκη κατά της επιθυμίας βλάπτουν βαθιά την ψυχή.
|Οι ψυχές λοιπόν πρέπει να προσπαθούν να μένουν στεγνές και μ’ αυτό τον τρόπο να παραμένουν κοντά στη σοφή φωτιά που αποτελεί – όπως κι ο λόγος – τη ζωή τους.
– Όπως μια αράχνη στο κέντρο του ιστού της, μόλις μια μύγα κόβει ένα νήμα του, το παρατηρεί και τρέχει γρήγορα σ’ εκείνο το σημείο σαν να στεναχωριόταν για το κομμένο νήμα, έτσι κι η ψυχή του ανθρώπου, όταν ένα μέρος του σώματος λαβώνεται, ορμάει προς τα κει, σαν να είχε δεχτεί η ίδια πλήγμα απ’ τη λαβωματιά του σώματος με το οποίο είναι δεμένη με δεσμά γερά κι ανάλογων διαστάσεων (απ. 67α). Στα ίδια ποτάμια μπαίνουν συνεχώς άλλα κι άλλα νερά’ κι απ’ τα \ βγαίνουν οι ψυχές σαν αναθυμιάσεις (απ. 12). Για τις ψυχές θάνατος είναι το να γίνουν νερό, για το νερό θάνατος το να γίνει γη, από τη γη γίνεται νερό κι απ’ το νερό ψυχή(απ. 36). Όταν ένας άντρας μεθύσει, οδηγός του γίνεται αμούστακο παιδί, παραπατάει και δεν ξέρει πού πηγαίνει, γιατί έχει υγρή ψυχή (απ. 117). Ξερή ψυχή: σοφότατη και άριστη (απ. 138)
– [Γύρεψα τον εαυτό μου (απ. 101)· Στον πηγαιμό σου δε θα βρεις τα πέρατα της ψυχής, απ’ όλους τους δρόμους κι αν περάσεις’ τόσο βαθύ λόγο περιέχει (απ. 45). Ο λόγος της ψυχής αυξάνει από τον εαυτό του (απ. 115)]· Το παράγγελμα που έδινε το μαντείο των Δελφών, γνώθι σεαυτόν, και που αργότερα επανέλαβε ο Σωκράτης, παίρνει εδώ ένα βαθύ νόημα. Το ζήτημα δεν είναι τόσο το να γνωρίσει κανείς τον εαυτό του όσο το να ψάχνει να τον βρει. Και το ψάξιμο γίνεται πάντα με την ελπίδα μιας ανακάλυψης.
Σχολιάστε