Ο Χάρι ξύπνησε στο κρεβάτι του, με πονοκέφαλο από το ποτό. Δυνατό πονοκέφαλο.
«Σκατά», είπε σιγανά.
Μες στο δωμάτιο υπήρχε ένας μικρός νιπτήρας.
Σηκώθηκε, ανακουφίστηκε μες στον νιπτήρα, τον καθάρισε χρησιμοποιώντας τη βρύση κι ύστερα έχωσε το κεφάλι του εκεί μέσα κι ήπιε λίγο νερό. Έριξε νερό στο πρόσωπό του και σκουπίστηκε με μιαν άκρη της φανέλας που φορούσε.
Η χρονιά ήταν το 1943.
Ο Χάρι μάζεψε μερικά ρούχα απ’ το πάτωμα κι άρχισε αργά-αργά να ντύνεται. Οι κουρτίνες ήταν κλειστές κι ήταν σκοτεινά εκτός από τα σημεία όπου ο ήλιος τρύπωνε μέσα από τις σκισμένες κουρτίνες. Το δωμάτιο είχε δύο παράθυρα. Δωμάτιο πολυτελείας.
Προχώρησε στον διάδρομο προς το μπάνιο, κλείδωσε την πόρτα και κάθισε. Ήταν θαύμα που μπορούσε ακόμα να χέζει. Μέρες τώρα δεν είχε φάει τίποτα.
Χριστέ μου, σκέφτηκε, οι άνθρωποι έχουν έντερα, στόματα, πνευμόνια, αφτιά, αφαλούς, σεξουαλικά όργανα και… μαλλιά, πόρους, γλώσσες, δόντια καμιά φορά και όλα τα υπόλοιπα όργανα… νύχια στα δάχτυλά τους, βλέφαρα, δάχτυλα στα πόδια τους, γόνατα, στομάχια… Συνεχίστε την ανάγνωση