Όλοι ήμασταν κάποτε φιλόσοφοι !
Όλοι μας στην παιδική ηλικία είχαμε ατέλειωτες απορίες-ερωτήσεις.
Έπρεπε να μάθουμε τον κόσμο που βρεθήκαμε.
Το βασικό χαρακτηριστικό ενός καλού φιλόσοφου είναι να απορεί για τον κόσμο που τον περιβάλει.
Μεγαλώνοντας σταματήσαμε σιγά σιγά να απορούμε. Ευθύνεται γι’ αυτό ο κοινωνικός περίγυρος; Ευθύνεται ο σχολικός περίγυρος; Δεν έχει και τόση σημασία. Το σοβαρό της κατάστασης είναι ότι χωρίς την διαρκή αναζήτηση, σταματάμε να εξελισσόμαστε ως είδος.
Οι περισσότεροι από εμάς κατέχουμε ή νομίζουμε ότι κατέχουμε ένα μικρό κομμάτι γνώσης και επαναπαυόμαστε σε αυτό, αντί να εστιάσουμε σε αυτά που δεν ξέρουμε ,τα οποία είναι και τα περισσότερα. Μην αυταπατάστε αυτό το μικρό κομμάτι γνώσης δεν είναι όλα όσα θα μπορούσατε να ξέρετε. Μην τρομάζετε δεν είναι απαραίτητο να πιστοποιήσετε τις γνώσεις σας με πτυχία σχολών.
Το μόνο που μας χρειάζεται για να γίνουμε ξανά καλοί φιλόσοφοι, είναι η ικανότητα να απορούμε.
Τα παιδιά είναι φιλόσοφοι.
Εμείς για να γίνουμε και πάλι φιλόσοφοι , θα πρέπει να θυμηθούμε την παιδική μας ηλικία ή να αρχίσουμε και πάλι να απορούμε!
Προσπάθησε να απαντήσεις στις παρακάτω ερωτήσεις, μόνο που θα προβληματιστείς έχεις βάλει τα θεμέλια ,είσαι φιλόσοφος.
1. Ποιός /ποιά είσαι;
2. Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος;
3. Υπάρχει κάποιο πρωταρχικό υλικό από το οποίο φτιάχτηκαν όλα;
4. Μπορεί το νερό να γίνει κρασί;
5. Πώς μπορεί να ανακατευτεί το νερό με το χώμα και από τη λάσπη να γεννηθεί ένας ζωντανός βάτραχος;
6. Τί είναι αυτό που μας επιτρέπει να αντιλαμβανόμαστε τον γύρω μας κόσμο;
7. Γιατί τα lego τουβλάκια είναι το μεγαλύτερο παιχνίδι του κόσμου;
8. Πιστεύεις στην μοίρα;
9. Είναι οι αρρώστιες τιμωρίες που στέλνουν οι Θεοί στους ανθρώπους;
10.Ποιές δυνάμεις αποφασίζουν για την εξέλιξη της ιστορίας;
11.Υπάρχει στον άνθρωπο από τη φύση του το συναίσθημα της αιδούς;
12.Εξυπνότερος είναι εκείνος που ξέρει τί δεν ξέρει.Συμφωνείς ή διαφωνείς;
13.Η πραγματική γνώση προέρχεται απο μέσα μας.Συμφωνείς ή διαφωνείς;
14. Όποιος ξέρει ποιό είναι το σωστό θα κάνει το σωστό;
Ακόμα και όταν δυσκολευόμαστε να απαντήσουμε, ακόμα και τότε μπορούμε να φανταστούμε ότι υπάρχει απάντηση, και ότι η σωστή απάντηση είναι μία.
Πηγή: ‘ Ο κόσμος της Σοφίας ‘ Jostein Gaarder
Η ερμηνεία της φύσης από τους αρχαίους Έλληνες φυσικούς φιλοσόφους
Τον 6ο αιώνα π.Χ., στην αρχαία ελληνική αποικία της Ιωνίας, εμφανίστηκαν φυσικοί φιλόσοφοι που στήριξαν την ερμηνεία του κόσμου στη λογική και είχαν πρωτοποριακές για την εποχή αντιλήψεις για τον κόσμο. Οι Ίωνες φυσικοί φιλόσοφοι ήταν υλιστές με την πρωταρχική έννοια του όρου, πράγμα που σημαίνει ότι οι θεωρίες τους είχαν ως βάση την ερμηνεία της φύσης μέσω των υλικών πραγμάτων. Κοινό χαρακτηριστικό των Ιώνων φυσικών φιλοσόφων ήταν η υπόθεση τους ότι όλη η ύλη αποτελείται από το ίδιο πρωταρχικό συστατικό.
Ο Θαλής που γεννήθηκε γύρω στο 625 π.Χ. υπέθεσε ότι το ύδωρ είναι η αρχή όλων των πραγμάτων. Θεωρούσε ότι η γη επιπλέει στο νερό, πράγμα που δεν απέχει πολύ από τις σύγχρονες αντιλήψεις της γεωφυσικής) και κατάφερε επιπλέον να προβλέψει την έκλειψη του ηλίου του 585 π.Χ. Ο Αναξίμανδρος (610 – 546 π.Χ.), θεώρησε ως αρχή των όντων το άπειρο, το οποίο για αυτόν ήταν χωρίς χωρικά πέρατα, χρονικά απέραντο και ποιοτικά απροσδιόριστο. Το άπειρο αν και υλικό, δεν ταυτιζόταν για αυτόν με κάποια εμπειρική ύλη. Αποτελούσε την αρχή της κοσμικής διαδικασίας και ήταν το υπόστρωμα όλων των αντιθετικών μετασχηματισμών «Εξ απείρου πάντα και εις άπειρον πάντα τελευτά».
Ο Αναξιμένης (560 – 500 π.Χ.), υιοθέτησε στη θέση του απείρου του Αναξίμανδρου, τον αέρα. Για αυτόν η ποικιλία των φαινομένων του κόσμου ερμηνεύεται από συμπυκνώσεις και αραιώσεις του αέρα. Ο Αναξιμένης συνέδεσε το θερμότερο με το αραιότερο και το ψυχρότερο με το πυκνότερο. Έτσι ανοίχτηκε ο δρόμος για την ποσοτικοποίηση των ποιοτικών καθορισμών, απαραίτητος όρος για τη γένεση και ανάπτυξη της επιστήμης.
Πέρα από αυτά, στην Έφεσο, ο Ηράκλειτος (544 – 484 π.Χ.), πίστευε στην προαιώνια ύπαρξη του κόσμου. Για αυτόν οι αλλαγές στην ύλη περνούσαν με τη μορφή δύο αντίρροπων κινήσεων: πυρ – θάλασσα – γη και γη – θάλασσα – πυρ. Συνδετικός κρίκος ήταν το ευμετάβλητο πυρ: «Όλα ανταλλάσσονται με φωτιά και φωτιά με όλα, όπως ακριβώς τα αγαθά με χρυσό και ο χρυσός με αγαθά». Ο Ηράκλειτος ωστόσο, παρά τη συνεχή μεταβολή πρότεινε και ένα σταθερό στοιχείο στον κόσμο: την αναλογία. Σύμφωνα με αυτόν όλες οι μεταβολές πραγματοποιούνται στις ίδιες αναλογίες («εις τον αυτόν λόγον»).
Πέρα από την Ιωνία, στην Ελέα, ο Παρμενίδης αντιτάχθηκε στην Ιωνική φυσική και στην ηρακλείτεια θεώρηση. Για αυτόν ο φυσικός κόσμος υποτάσσεται σε μία υπερεμπειρική πραγματικότητα και απαρνείται τις Ιωνικές αντιλήψεις ως δοξασίες («δόξας»). Ο Παρμενίδης διέκρινε δύο οδούς της έρευνας («οδοί διζήσιος»). Ο δρόμος της αλήθειας ξεκινάει από την παραδοχή ότι το ον είναι, ενώ το μη ον δεν είναι («έστιν τε και ως εκ έστι μη είναι»). Ο δρόμος της δοξασίας ξεκινάει από την παραδοχή ότι και το μη ον υπάρχει («ως χρέων έστι μη είναι»). Είναι αδύνατο να γνωρίσουμε το μη ον και ούτε μπορούμε να το εκφράσουμε γιατί: «το γαρ αυτό νοείν εστίν τε και είναι». Η πρόταση αυτή που είναι ανάλογη με τοκαρτεσιανό cogito, ταυτίζει τη νόηση με το είναι. Το ον για τον Παρμενίδη είναι η ύλη που γεμίζει το χώρο ενώ το μη ον είναι το κενό. Ο Ζήνων ο Ελεάτης, μαθητής του Παρμενίδη, υπερασπίστηκε την Παρμενίδεια οντολογία απορρίπτοντας την πολλαπλότητα των πραγμάτων και την κίνηση. Η μέθοδος του συνίστατο στην αποκάλυψη αντιφάσεων από ταυτόσημες προκείμενες – γνωστά τα παράδοξα του Ζήνωνα. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε τον Ζήνωνα ως τον ευρετή της διαλεκτικής (με την έννοια της εριστικής).
Ο αρχαίος Έλληνας μαθηματικός Αρχιμήδης συνέταξε πολλές ποσοτικά ακριβείς μελέτες της μηχανικής και της υδροστατικής.
Το έργο του Πτολεμαίου (Αστρονομία) και του Αριστοτέλη (Φυσική) επίσης ερχόταν συχνά σε αντίθεση με την καθημερινή παρατήρηση. Για παράδειγμα, ένα βέλος που συνεχίζει να ταξιδεύει δια μέσου του αέρα αφού εκτοξευτεί από το τόξο έρχεται σε αντίφαση με τη διαβεβαίωση του Αριστοτέλη ότι «η φυσική κατάσταση όλων των σωμάτων είναι η ακινησία» (με άλλα λόγια, ότι απαιτείται μια δύναμη για να διατηρείται ένα σώμα σε κίνηση).
Εμπειριστές, ορθολογιστές και Καντ: μια σύνοψη
Για να κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί ο Κάντ τη σύνθεση, χρειάζεται μια εικόνα των επιχειρημάτων των αποκαλούμενων ορθολογιστών και των αποκαλούμενων εμπειριστών. Οι ορθολογιστές φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων, ο Ντεκάρτ, ο Σπινόζα και ο Λάιμπνιτζ δεν εμπιστεύονται τις αισθήσεις, γιατί ενίοτε παραπλανούν. Η γνώση συνεπώς που κατέχουν είναι αξιολογικά κατώτερη και μεταβαλλόμενη. Ο λόγος μόνον μπορεί να παρέχει τη γνώση, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αληθινής γνώσης τα μαθηματικά. Υπάρχουν έμφυτες ιδέες, όπως οι Ιδέες του Πλάτωνα, ή οι έννοιες που εισήγαγε ο Ντεκάρτ για τον εαυτό, την ουσία και την ταυτότητα. Ο εαυτός είναι πραγματικός και διακριτός μέσω της άμεσης διανοητικής διαίσθησης (cogito ergo sum). Οι ηθικές έννοιες που προκύπτουν από μια τέτοια βασική διατύπωση, στηρίζονται σε αντικειμενικά πρότυπα που βρίσκονται έξω από τον εαυτό, τον θεό ή τις ιδέες.
Οι εμπειριστές φιλόσοφοι με τη σειρά τους, όπως ο Αριστοτέλης, ο Λοκ, ο Μπέρκλει και ο Χιουμ θεωρούν ότι οι αισθήσεις είναι η πρωταρχική, αν όχι η μοναδική πηγή της γνώσης του κόσμου. Για αυτούς τα μαθηματικά διαπραγματεύονται μόνο τις σχέσεις των ιδεών (ταυτολογίες) και δεν παρέχουν καμία γνώση για τον κόσμο. Δεν υπάρχουν εγγενείς ιδέες, παρόλο που ο Μπέρκλεϊ αποδέχεται τον καρτεσιανό Εαυτό, και οι αφηρημένες ή σύνθετες ιδέες προέρχονται αναγωγικά από απλούστερες. Για τον σκεπτικιστή Χιουμ δεν υφίσταται η άμεση διανοητική αντίληψη του εαυτού και η έννοια εαυτός δεν υποστηρίζεται από τις αισθήσεις. Επίσης για τον Χιούμ καμία αίσθηση δεν υποστηρίζει την έννοια των απαραίτητων συνδέσεων μεταξύ των αιτίων και των αιτιατών, ή την αντίληψη ότι το μέλλον θα μοιάσει με το παρελθόν.
Ωστόσο, ο ορθολογισμός και ο εμπειρισμός επιτηδευμένα αγνοούν το γεγονός ότι ο ανθρώπινος νους είναι περιορισμένος -κάτι που δεν κατανούσε μόνον ο Καντ αλλά και εμπειριστές φιλόσοφοι όπως ο Λοκ[2]. Μπορεί να βιώσει και να απεικονίσει μόνον υπό όρους και με συγκεκριμένες προτάσεις. Αυτές οι προτάσεις είναι και συνθετικές και a priori[3]. Όλη η πιθανή εμπειρία μας πρέπει να προσαρμόζεται σε αυτές τις συνθετικές a priori αρχές, που περιλαμβάνουν τη θέση στον χώρο και τον χρόνο, την αιτιότητα, την εμπειρία του Εαυτού, την ταυτότητα και διάφορες μαθηματικές έννοιες[4].
Επομένως, πρέπει να διακρίνουμε τον κόσμο που βιώνουμε περιορισμένοι από τις συνθετικές a priori προτάσεις και τον κόσμο των πραγμάτων έτσι όπως πραγματικά είναι per se. Ο Καντ αποκαλεί αυτούς τους δύο κόσμους φαινομενικό και πραγματικό. Ο φαινομενικός είναι ο κόσμος των παρατηρήσιμων πραγμάτων, περιγράψιμος από την επιστήμη, γνωστός στις αισθήσεις, καθορισμένος από φυσικούς νόμους. Κανένας θεός, καμία ελευθερία, καμία ψυχή, καμία αξία δεν υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο. Εάν όλα αυτά υπάρχουν, τότε είναι νοούμενα(noumena) και μη αναγνωρίσιμα με συνηθισμένα μέσα.
Συνεπώς, σύμφωνα με τη σύνθεση που επιχειρεί ο Kant, τόσο ο ορθολογισμός όσο και ο εμπειρισμός λανθάνουν, όταν ισχυρίζονται ότι μπορούν να γνωρίσουν τα πράγματα per se[5]. Επίσης, οι ορθολογιστές λανθάνουν, όταν δεν εμπιστεύονται τις αισθήσεις, γιατί στον φαινομενικό κόσμο οι αισθήσεις είναι κυρίαρχες, δηλαδή προσφέρουν το πρωταρχικό υλικό. Αλλά έχουν δίκιο –αν εξαιρέσουμε τον Πλάτωνα- όταν μιλούν για έμφυτες ιδέες. Ο Χιουμ σφάλλει, όταν ισχυρίζεται ότι η έννοια του εαυτού δε στηρίζεται από τις αισθήσεις και είναι συνεπώς ψευδής. Μάλλον το βίωμα του εαυτού είναι αναγκαία συνθήκη για την βιωματική εμπειρία, γεγονός που δικαιώνει πιθανώς τον Ντεκάρτ. Για τον Καντ η ηθική, πλήρως κατανοητή, παρέχει το κλειδί για τη σύνδεση των νοούμενων και των φαινομενικών κόσμων.
3 Αυγούστου 2014 at 12:29 μμ
[…] Φιλόσοφος με απλά βήματα! […]
Μου αρέσει!Μου αρέσει!