Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Η πράξη της Δημιουργίας» του Άρθουρ Καισλερ
– Γελωτοποιός και Σοφός εξαρτώνται και οι δυο από την εξυπνάδα τους για να τα βγάλουνε πέρα, και θα δούμε ότι τα υπονοούμενα του Γελωτοποιού μας ανοίγουν μια πολύ χρήσιμη πίσω πόρτα για να τρυπώσουμε στο εσώτερο εργαστήρι της δημιουργικής πρωτοτυπίας.
– Εμάς όμως μας απασχολεί μονάχα το αυθόρμητο γέλιο σαν μια ειδική αντίδραση προς το κωμικό, για το όποιο, σαν τον Δρα Τζόνσον, θα μπορούοαμε να πούμε και μεις πώς «οι άνθρωποι υπήρξαν σοφοί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους γελούσαν όμως πάντοτε με τον ίδιο» .
– Οι έξεις έχουν διαφορετικούς βαθμούς ευκαμψίας. Όταν έπαναλαμβανονται συχνά, κάτω από αναλλοίωτες συνθήκες και μέσα σ’ ένα μονότονο περιβάλλον αποκτούνε την τάση να γίνονται άκαμπτες και αυτόματες. Αλλά ακόμα και ένας ελαστικός ζουρμομανδύας δεν παύει να παραμένει ζουρλομανδύας. Όταν ο ασθενής δεν έχει τη δυνατότητα να βγει απ’ αυτόν. Η Ψυχολογία της Συμπεριφοράς, η κυριαρχούσα σχολή στη σημερινή ψυχολογία, έχει την τάση ν’ αντιντιμετωπίζει τον άνθρωπο σαν ασθενή, και την ανθρώπινη υπόσταση σαν ένα συνθηκοποιημένο αυτόματο. Ώς ένα σημείο, πιστεύω αυτή την άποψη θλιβερά αληθινή.
– Ο χοντρός πού γλυστράει και πέφτει στο παγωμένο πεζοδρόμιο, θα είναι μια κωμική ή μια τραγική φιγούρα, ανάλογα με το αν ή στάση του θεατή εμπνέεται από την κακία ή από τον οίκτο. Ένα κυνικό σχολιαρόπαιδο, θα γελάσει με το θέαμα. Μια συναισθηματική γηραιά κυρία μπορει να αισθανθεί τη διάθεση να κλάψει. Ανάμεσα όμως σ’ αυτούς τους δυο, υπάρχει και η συγκινισιακά ισορροπημένη στάση του γιατρού πού περνάει τυχαία από κει, που διασκεδάζει, αλλά ταυτόχρονα συμπονάει, και πού πρώτη έννοια του θα σταθεί να εξακριβώσει μήπως έχει πάθει ο άνθρωπος τίποτα. Έτσι, μπορούμε να δούμε το θύμα της πτώσης θρονιασμένο εξίσου καλά σ’ οποιοδήποτε από τα τρία φύλλα του τρίπτυχου.
– Ό,τι κι’ αν φαντάζεσαι πως είσαι, υπακούς στο νόμο του αντιστρόφως ανάλογου τετραγώνου, σαν οποιοδήποτε κομμάτι πηλός. Στη μία περίπτωση το μήνυμα είναι κωμικό, στην άλλη τραγικό. Η διαφορά οφείλεται στο διαφορετικό χαρακτήρα των συγκινήσεων (κακία στην πρώτη περίπτωση, θαυμασμός και συμπόνοια στη δεύτερη). Επίσης, στο ότι στην πρώτη περίπτωση τα δύο πλαίσια αναφοράς συγκρούονται σπάζοντας εκρηκτικά την ένταση, ενώ στη δεύτερη συνυπάρχουνε σε μία τραγική αντιμετώπιση και η ένταση υποχωρεί, αργά, σε μιαν ήρεμη κάθαρση. Τρίτη περίπτωση είναι ή συμφιλίωση και η σύνθεση των δύο μητρών. Αποτέλεσμά της δεν είναι ούτε το γέλιο ούτε το κλάμμα αλλά η περιέργεια: με ποιόν ακριβώς τρόπο είναι το μηχανικό προσκολλημένο στο ζωντανό; πόση επιτάχυνση μπορεί ν» ανθέξει ένας οργανισμός και πώς επηρεάζεται από μία μηδέν βαρύτητα;
– Ο Μάκ Ντούγκαλ πίστευε πως «το γέλιο έχει αναπτυχθεί στον άνθρωπο σαν ένα αντίδοτο για τη συμπόνια, σαν μια προστατευτική αντίδραση πού μας προστατεύει από την απογοητευτική επίδραση των ελαττωμάτων των συνανθρώπων μας.
– Ολ’ αυτά δείχνουνε πως το να βρούμε εξήγηση του γιατί γελάμε μπορεί ν’ αποδειχτεί ένα έργο τόσο λεπτό, όσο και η ανάλυση της χημικής σύνθεσης κάποιου αρώματος πού το αποτελούνε πολλαπλά στοιχεία, μερικά από τα οποία δε διακρίνονται, ενώ άλλα, αν τα μυρίζαμε μόνα τους, θα μας κάνανε να τραβηχτούμε απότομα πίσω.
– Το γέλιο χτυπάει τον κώδωνα της αναχώρησης του ανθρώπου απο τις ράγες του ένστίκτου. Δίνει το σύνθημα της ανταρσίας του στην στενοκεφαλιά των ζωϊκών παρορμήσεών του, το σύνθημα της άρνησης του να παραμιείνει ένα πλάσμα της έξης, κυβερνημένο από ενα κάποιο σύνολο «κανόνων του παιχνιδιού».
– Η δημιουργική πράξη, συνδέοντας άσχετες ως εκείνη τη στιγμή διαστάσεις εμπειρίας, τον καθιστά ικανό να φτάσει σε ένα υψηλότερο επίπεδο πνευματικής εξέλιξης. Είναι μια απελευθερωτικήη πράξη – η πάταξη της έξης από την πρωτοτυπία.
– Έχει λεχθεί πως η ανακάλυψη συνίσταται στην αποκάλυψη μιας αναλογίας που δεν είχε δει κανείς άλλος πριν.
– Το φίδι πού δάγκωνε την ούρα του είχε δώσει στον Κεκουλέ το κλειδί μίας ανακάλυψης που είναι γνωστή σαν η «αστραφτότερη πρόβλεψη σ’ ολόκληρο το φάσμα της οργανικής χημείας», και που στην πραγματικότητα είναι ένας από τους θεμέλιους λίθους της σύγχρονης επιστήμης. Με απλούστερα λόγια, η επαναστατική πρόταση πως τα μόρια ορισμένων σημαντικών οργανικών ενώσεων δεν είναι ανοιχτές δομές, αλλά αλυσσίδες, ή «κρίκοι» κλειστοί, σαν το φίδι που κατάπινε την ουρά του.
– Όταν όλες οι αισιόδοξες προσπάθειες να λυθεί το πρόβλημα με τις παραδοσιακές μεθόδους αποτύχουν, η σκέψη αρχίζει να κλωθογυρίζει μέσα στην μπλοκαρισμένη μήτρα σαν τον ποντικό μέσα στο κλουβί του. Ύστερα φαίνεται να θρυμματίζεται η ίδια η μήτρα της οργανωμένης κατευθυνόμενης συμπεριφοράς και κάνουν την εμφάνισή τους τυχαίες· απόπειρες που τις συνοδεύουν καπρίτσια και κρίσεις απελπισίας -ή η άφηρημάδα της δημιουργικής εμμονής. Στην πραγματικότητα βέβαια, αυτή η αφηρημάδα δεν είναι παρα μία συγκέντρωση. Γιατί σ’ αυτό το στάδιο -την «περίοδο της επώασης»- ολόκληρη η προσωπικότητα, ως τα χαμηλότερα, τα πιο ασυνείδητα και ανέκφραστα στρώματά της, έχει σε τέτοιο σημείο κορεστεί από το πρόβλημα, ώστε να παραμένει, ενεργό, σε κάποιο επίπεδο νοημοσύνης, ακόμη και όταν η προσοχή βρίσκεται συγκεντρωμένη σε απόλυτα διαφορετικά πεδία-στο να κοιτάζει ένα θάμνο στην περίπτωση του χυμπατζή, ή στο να παρακολουθεί την ανύψωση της στάθμης του νερού. Και αυτό κάνει ώσπου η τύχη, ή η διαίσθηση, του προμηθεύσουν το συνδετικό κρίκο μιας τέλεια διαφορετικής μήτρας, που πέφτει κατακόρυφη όπως θα λέγαμε, πάνω στο πρόβλημα, μπλοκαρισμένο καθώς βρίσκεται μέσα στο παλιό, οριζόντιο πλαίσιό του, και οι δύο ξεχωριστές ως τα τότε μήτρες γίνονται μία. Για να πετύχει όμως αυτή η ένωση θα πρέπει να έχει εκπληρωθεί ό όρος πού έχω αποκαλέσει «ωρίμανση «.
– «Μόνον όταν η έρευνα βαραίνει πολύ τον ερευνητή μπορεί να βρεθεί η Λίθος. – Αναζητάς σκληρά και δεν βρίσκεις. Μήν αναζητάς και θα βρεις».
– Αν όμως κάθε σκέψη ήτανε και ρηματική σκέψη, ο Αϊνστάιν δεν θα έστεκε σά στοχαστής.
– Οι προκαταλήψεις και οι ασάφειες που έχουν ενσωματωθεί μέσα στις ρηματικές αντιλήψεις ενός δεδομένου «κόσμου λόγου», κανένας λόγος μέσα στο πλαίσιο αναφοράς αυτού του σύμπαντος δεν μπορεί να τις καταλύσει. Οι κανόνες του παιχνιδιού, όσο κι αν είναι παράλογοι, δεν αλλάζουν όταν παίζομε αυτό το παιχνίδι. Απ’ όλες τις μορφές της νοητικής δραστηριότητας, η ρηματική σκέψη είναι η πιο εκφρασμένη, η πιο σύνθετη, και η πιο τρωτή σε μολυσματικές ασθένειες. Είναι επόμενο ν’ απορροφά ψιθυριστές προτάσεις και να τις ενσωματώνει σαν κρυφούς συμβούλους μέσα στον κώδικά της. Η γλώσσα μπορεί να γίνει ένα παραπέτασμα που κρύβει από το στοχαστή την πραγματικότητα. Αυτός είναι ό λόγος για τον όποιο πολλές φορές η αληθινή δημιουργία αρχίζει εκεί που τελειώνει η γλώσσα.
– Η στιγμή της αλήθειας, η αιφνίδια ανάδυση μιας νέας εσωτερικής αντίληψης, είναι μια πράξη διαίσθησης. Τέτοιου είδους διαισθήσεις πότε μοιάζουν με θαυμαστές αστραπές και πότε με ενώσεις του κυκλώματος του λογισμού. Στην πραγματικότητα μπορούν να παρομοιαστούν με μια αλυσσίδα, βουλιαγμένη μέσα στη συνείδηση, που μόνο η αρχή της και το τέλος της γίνονται ορατές πάνω από την επιφάνειά της. Ο δύτης βουτάει στην μια άκρια της και ξεπροβάλλει στην άλλη οδηγημένος από αόρατους κρίκους.
– Η έξη και η πρωτοτυπία, λοιπόν, ακολουθούν αντίθετες κατευθύνσεις στην αρτηρία διπλής κυκλοφορίας που συνδέει τις συνειδητές με τις ασυνείδητες διεργασίες. Η συμπύκνωση της γνώσης σε έξη και ή αυτοματοποίηση των ικανοτήτων αποτελούν το «καθοδικό» ρεύμα, ενώ το ανοδικό άποτελείται από τους δευτερεύοντες, αναζωογονητικούς παλμούς του υπόγειου χώρου και από τις σπάνιες κύριες ορμές της δημιουργίας.
– «Η φαντασία» έγραψε ο Μπέβεριτς, «στο μόνο που μας εξυπηρετεί είναι στο ότι μας βοηθάει να περιπλανηθούμε μέσα στα σκοτάδια του άγνωστου,όπου κάτω από το αχνό φως της γνώσης που διαθέτουμε μπορουμε ν’ αντιληφθουμε κάτι πού μας φαίνεται ένδιαφέρον. Όταν όμως το βγάζουμε έξω στο φως και το εξετάζομε από πιο κοντά, τις περισσότερες φορές αποδεικνύεται τενεκές πού η λάμψη του είχε αιχμαλωτίσει την προσοχή μας. Η φαντασία είναι ταυτόχρονα πηγή όλων των ελπίδων και των εμπνεύσεων αλλά και των διαψεύσεων. Το να ξεχνάμε, θα πει πως ερωτοτροπούμε με την άπόγνωση»
– Φιλοδοξία, αρπακτικότητα, ματαιοδοξία, είναι συναισθήματα που εισχωρούν μέσα στη δημιουργικότητα μόνο μέσω έμμεσων καναλιών.
– Τραγωδία, με την Ελληνική έννοια, είναι το σχολειό που μας μαθαίνει πώς να υπερβαίνομε το εγώ.
– Το εφφέ του ρυθμού ενός ποιήματος, έγραψε ο Ι. Α. Ρίτσαρντς, «δεν οφείλεται στο σχήμα με το οποίο αντιλαμβανόμαστε κάτι έξω από μας αλλά στο οτι έχουμε σχηματοποιηθεί εμείς οι ίδιοι». Η ρυθμική περιοδικότητα είναι ένα θεμελιακό χαρακτηριστικό της ζωής. Όλες οι αυτόματες λειτουργίες του σώματος έχουν σχηματοποιηθεί από ρυθμικούς παλμούς: ο χτύπος της καρδιάς, η ανάσα, οι περισταλτικές κινήσεις, τα κύματα του εγκεφάλου δεν είναι παρά οι πιο φανερές απ’ αυτές. Γιατί ορισμένα μέρη του νευρικού συστήματος, και ιδιαίτερσ στα φυλογενετικά παλαιότερα επίπεδά του, αποκτουν μια ενγενή τάση προς αυθόρμητη δράση μόλις αποδεσμευτούν οι περιοριστικοί έλεγχοι των υψηλότερων κέντρων λόγω εγκεφαλικής βλάβης σε τοξικές καταστάσεις ή από σχήματα ερεθισμών που ενεργούν σαν πυροδότες.
– «Η υπέρθεση δύο συστημάτων: σκέψης και μέτρου» έχει γράψει ο Προύστ, «είναι ένα πρωταρχικό στοιχείο του διατεταγμένα σύνθετου, με άλλα λόγια της ομορφιάς«.
– Οι Πυθαγόρειοι είχαν αντιληφθεί το σύμπαν σαν ένα μεγάλο μουσικό κουτί, τον οργανισμό σαν ένα καλά έναρμονισμένο όργανο και όλα τα υλικά φαινόμενα σαν ένα χορό των αριθμών. Το μέτρο του ποιητή, ο μετρονόμος του μουσικού, το υποδεκάμετρο του μαθηματικού, όλα κατάγονται από την ίδια ρίζα, το μέτρο. Αυτά καθαυτά όμως τα αστικά σχήματα δεν θα είχαν για μας κανένα απολύτως νόημα αν δε συνοδεύονταν από τις αισθητηριακές ιδιότητες του χρώματος, του ήχου, της ζέστης, της γεύσης, της υφής κ.ο.κ. Και οι ρυθμοί των ίδιων μας των εγκεφαλικών κυμάτων που αποκαλύπτουν τα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα δεν θα είχαν κανένα απολύτως νόημα αν δεν είχαμε τη συνείδηση οτι σκεπτόμαστε.
– Χωρίς το μήνυμα, ο ρυθμός είναι φυσικά κάτι που δεν έχει νόημα τόσο στην ποίηση όσο και στην επιστήμη. Ένας μονότονος ρυθμός παραδείγματος χάριν μπορεί πότε να μας ερεθίσει και πότε να μας κοιμίσει, ανάλογα από το μήνυμα που μας μεταφέρει. Ένα ρυθμικό χάϊδεμα απάνω στο πετσί μας, μπορεί να είναι καταπραϋντικό ή σεξουαλικά διεγερτικό – εξαρτάται από το μήνυμα .
– Ό ρυθμός εισχωρεί τόσο βαθειά μέσα στα στρώματα του ασυνείδητου που μας υποβάλλει καί σε αυτο-κατευθυνόμενα ακόμα μηνύματα-από τη Γιόγκι απαγγελία των mantras, ως το «κάθε μέρα με κάθε τρόπο…» του Κουέ.
– Η ρίμα είναι ένα πρόσφατο σχετικά βλαστάρι του ρυθμού. Και οι δυο αυτές λέξεις κατάγονται από την ίδια Ελληνική ρίζα, του ρυθμού, και ως το δέκατο έκτο σχεδόν αιώνα αντιμετωπίζονταν σα συνώνυμες. Τα μετρικά σχήματα που βασίζονται αποκλειστικά στην κανονική διαδοχή ύψους και πτώσης του τόνου – που ήταν η μόνη μορφή στίχου στην Ελληνική και στη Λατινική ποίηση- συνδυάστηκαν αργότερα με σχήματα βασισμένα απάνω στην επανάληψη ψωνηέντων και συμφώνων. Και έτσι, μέσα από την παρήχηση και την ηχητική ή ομοιότητα γεννήθηκε η ρίμα – όπως γεννήθηκε και η μελωδία από τους αρχικά αδιαμόρφωτους, ρυθμικούς χτύπους.
– …το ασυνείδητο δεν είναι ούτε καμμιά ρομαντική ούτε καμμιά μυστικιστική ιδιορρυθμία αλλά μία αντίληψη που ευσταθεί και που αν έλλειπε κάθε σχεδόν φαινόμενο της πνευματικής μας ζωής θα έπρεπε ν’ άντιμετωπιστεί σαν ένα θαύμα.
– Η μεταφορά και οι ποιητικές εικόνες έρχονται στην ύπαρξη με μια διεργασία που αναγνωρίζαμε στην επιστημονική ανακάλυψη σαν το να βλέπουμε μια αναλογία εκεί πού κανείς δεν την είχε δει ποτέ πριν από μας.
– Τόσο οι οπαδοί του Φρόϋντ όσο και του Γιούνγκ τονίζουν την στενή σχέση ανάμεσα στο συμβολισμό του Ταξιδιου στη Νύχτα και της ασυνείδητης λαχτάρας μας να γυρίσουμε και πάλι στη μήτρα. Η συσχέτιση δεν είναι πιο τραβηγμένη από τα μαλλιά απο τις αναφορές μας στη «μητέρα γή», στη «μητέρα θάλασσα» ή στη «μητέρα εκκλησία».
– Οι φωνητικές μήτρες (του ρυθμού, του μέτρου, της παρήχησης, της συνήχησης, της ρίμας και της εύφωνίας) δεν ανήκουνε κανονικά στη συμβολική σκέψη κι ας αλληλεπιδρούν, όχι μονάχα στην ποίηση και στα λεκτικά παιχνίδια, αλλά και στον καθημερινό λόγο, πιο επίμονα πολλές φορές απ’ όσο πιστεύουμε.
Τις χρονολονικές μήτρες, αν τις κρίνουμε απλοϊκά, θα τις δούμε σα γραμμικές αλυσίδες από συμβάντα. Στην πραγματικότητα όμως δε συμβαίνει καθόλου αυτό. Είναι πολυδιάστατες δομές μέσα στον εννοιολογικό χώρο, κάτω από την κυριαρχία διαφόρων κωδίκων επιλογής που τα κριτήρια τους περι σχετικού παραμένουν τελείως αδιάφορα προς τις χρονικές τάξεις. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τις προσωπικές αναμνήσεις που ξεδιπλώνονται πάντα μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια αναφοράς, αλλά και για την γραπτή Ιστορία. Οι ιστορικοί οργανώνουν το υλικό τους υπακούοντας σε υψηλά ιδιοσυγκρασιακούς κανόνες εξακρίβωσης και ερμηνείας των μαρτυριών, και ανάλογα κατασκευάζουν και τις αιτιακές θεωρίες τους.
Οι Κώδικες κατάταξης της διεργασίας της ταξινόμησης, που συντάσσουνε και τα ευρετήρια συστήματα ορισμένων κλάδων της μαθηματικής λογικής, είναι par excellence ιεραρχημένοι, είναι όμως δύσκαμπτοι’ θυμίζουν βρόχινες πυραμίδες μέσα στο πνευματικό τοπίο.
Τις Δογματικές μήτρες, θα μπορούσαμε να τις περιγράψουμε σαν κλειστά συστήματα με παραμορφωμένη την ανατροφοδότησή τους και ελαττωματικές τις υπο-ικανότητες του συλλογισμού. Τις κυβερνάνε ένας σταθερός κώδικας γεννημένος από κάποια πράξη πίστης, ένα κυκλικό επιχείρημα ή τα υποθετικά αυτονόητα αξιώματα. Από ένα πάντως διαφορετικό πρίσμα είναι σημαντικά προσαρμόσιμες και η διαλεκτική της στρατηγικής τους είναι προικισμένη με μεγάλη λεπτότητα. Σχετικά μ’ αυτές είναι τα πλαίσια αξίας που καθορίζουν τις ηθικές ή τις αισθητικές κρίσεις και θέσεις, και οι συγκινησιο-κρατούμενες μήτρες που δεν χρειάζεται να τις συζητήσουμε σαν ξέχωρη κατηγορία, τη στιγμή που το συναίσθημα, μεταμφιεσμένο με διαφορετικές αμφιέσεις και σε διαφορετική ένταση, υπεισέρχεται σε κάθε μορφή σκέψης.
Τέλος οι «κώδικες ύφους» εκπροσωπούνε την ιδιοσυγκρασία ενός ατόμου, ιδιοτυπίες του. κ.λ.π. που στο σύνολό τους συγκροτούν την προσωπικότητά του. Βηματισμός, χειρονομία, φωνή, γραφικός χαρακτήρας, όλα τους κυβερνιούνται από σταθερούς, αυτόματους, κώδικες. Ή ένα άτομο, πού το δεξί χέρι από σταθερούς, αυτόματους, κώδικες. Αν ένα άτομο, που το δεξί χέρι του αχρηστεύθηκε από κάποιο ατύχημα, μάθει να γράφει με το αριστερό, προτού περάσει πολύς καιρός η υπογραφή του θα ξαναπάρει τον αληθινό χαρακτήρα της. «Ακόμα και ο καχύποπτος υπάλληλος της Τραπέζης θα δεχτεί την επιταγή του, γιατί η παλιά μορφή της υπογραφής επανέρχεται» έγραψε ό Πένφηλντ, που είχε πολλούς παρόμοιους ασθενείς. «Το σχήμα της υπογραφής και της γραφής βρίσκεται στο μυαλό, όχι στο χέρι»
– Εφ’ όσον λοιπόν έκλιναν προς τη φιλοσοφία για να ξεφύγουν από την άγνοια, είναι φανερό πώς από την επιστήμη δεν αποζητούσαν παρά τη γνώση και όχι τις ωφελιμιστικές εφαρμογές της.
– Για «τέσσερις φορές εννιά χρόνια», όπως ομολόγησε αργότερα, ο Κοπέρνικος δούλευε κρυφά το βιβλίο του, σφίγγοντάς το σφιχτά επάνω στην πονεμένη καρδιά του. Ήταν το μοναδικό καταφύγιο του δειλού κληρικού μέσα σε μια ζωή γεμάτη απογοήτευση. Ήταν το προσωπικό του όραμα της αρμονίας σφαιρών.
– Έχουμε, εδώ, την τέλεια ένωση των δύο ορμέμφυτων: το ματαιόδοξο εγώ εξαγνισμένο από την κοσμική συνείδηση, την έκσταση ακολουθούμενη από την κάθαρση.
– Η απάνθρωπη άρνηση της ζωής που του επέβαλε η πίστη του, ανάγκασε τον Φαρανταίη να στρέψει τη θηριώδη ζωτικότητά του στις επιδιώξεις της επιστήμης που θεωρούσε σαν τη μοναδική άλλη επιτρεπόμενη μορφή θείας λατρείας.
– Όπως ό Κέπλερ είχε ασπασθεί το σύστημα του Κοπέρνικου «για φυσικούς ή αν το προτιμάτε για μεταφυσικούς λόγους», έτσι και ο Μάξγουελ έξομολογήθηκε πως τις θεωρίες των κατοπινών χρόνων του τις είχε διαμορφώσει «μέσα σε κείνην την κρυφή και πιο αχνή περιοχή, στην οποία η Σκέψη παντρεύεται το Γεγονός. Μήπως ο δρόμος που οδηγεί ως αυτήν, δε διασχίζει αυτό καθαυτό το καταφύγιο του μεταφυσικού, το στημένο με τ’ απομεινάρια περασμένων εξερευνητών, το μισητό για κάθε επιστήμονα;»
– Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα βρίσκεται σε κάποιο γράμμα του προς τη σύζυγό του: «Μπορώ να σ’ έχω πάντα μαζί μου, στη σκέψη μου, γιατί λοιπόν να μην έχουμε λοιπόν πάντα τον Κύριο στο μυαλό μας… Αν Τον είχαμε αντικρύσει, με σάρκα και με οστά, δε θα Τον γνωρίζαμε περισσότερο, δε θα Τον γνωρίζαμε ούτε πιο καλά Ίσως». Σ’ ένα άλλο γράμμα προς τη σύζυγό του, έγραφε πως ξαναδιάβαζε εκείνο τον καιρό το VI Κεφάλαιο, των Έφεσίων. Δεν είναι ένα κεφάλαιο που εμπνέει ιδιαίτερα τη στιγμή που δεν ασχολείται παρά με τις σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, αφέντες και υπηρέτες, αλλά ο Μάξγουελ γράφει: «Υπάρχουν περισσότερα στοιχεία εδώ για τις οικογενειακές σχέσεις. Υπάρχουν πράγματα μ’ ένα τόσο βαθύ νόημα, που αν προσπαθούσαμε να τ’ ακολουθήσουμε θα μας οδηγούσαν σε μεγάλα θεϊκά μυστήρια. Αν τα σεβόμαστε, θα βλέπαμε πίσω από την πρώτη τους όψη ένα πνευματικό νόημα. Γιατί μέσα απ’ αυτούς τους δεσμούς της ζωής μας ό Θεός μας μιλάει περισσότερο καθαρά απ’ ό,τι άλλο μπορούμε να καταλάβουμε».
– Η σάτιρα του Μάξγουελ δεν είναι ξεπερασμένη σήμερα:
Στις πρώτες αρχές της επιστήμης / τότε που οι παπάδες άρχοντες ήταν στα πράμματα, / Μάστορες σε σφυριά και σε σμίλες / Θεούς κατασκεύαζαν κατ’ ομοίωση των ανθρώπων / Ώσπου να γεννηθεί το Εμπόριο/ Ισχυροί ήρθανε τότε μερικοί / Θεούς ξερριζώσαν και Δαίμονες / Στη θέση τους τ’ άτομα φύτεψαν που κρατάν ως τα σήμερα
Από το τίποτα τίποτα δέ φυτρώνει μας είπανε / Ούτε γίνεται τίποτα από τύχη μόνο από μοίρα / Τίποτα δεν υπάρχει όξω από κενό κι’ από άτομα / κι’ όλα τ’άλλα είναι ξεπερασμένη μουρμούρα / τότε γιατί να ερωτεύεται ο άνθρωπος / Όντα που δεν είναι μπορετό να υπάρξουν / Γιατί ανύπαρκτες να κυνηγά προαγωγές/ Σε σύννεφα, Σε καταχνιές;
Ας τιμήσουμε λοιπόν πρώτα το άτομο / τόσο ζωντανό, σοφό, απειροελάχιστο / Τους ατομικούς ας υμνήσουμε ύστερα, Επίκουρο / Λουκρήτιο και τους άλλους/ κι ας ψευτοϋμνήσουμε τον Επίσκοπο Μπάλτερ / πού άτομα πολλά ταίριασε μέσα του / Την αξιόλογη τούτη δομή για να πλάσουν / που ν’ αποκαλεί αρέσκεται – το μυαλό μου.
Σ’ ένα άλλο ποίημα έγραψε:
/ Μοναχοί στης εξέλιξης το ποτάμι, / Προσδοκάμε άλλη λύση / Από την επιβίωση των δυνατών / Ώσπου μέσα στο σούρουπο των θεών / Σα γή και ήλιος παγωμένοι σβόλοι/Δα με ξεθωριασμένη την ενέργειά της/ Σ’αιθέρα η ύλη θα ‘ χει σβήσει/ Εμείς τα όσα δηλαδή έχουμε ως τα τώρα πράξει / Κύματα στον αιθέρα θα κυλάμε αιώνια / Σ’ όλο και πιο πλατειές σφαίρες μέσ’ από τα ουράνια, πέρα άπ’ τον ήλιο /.
Και έτσι, στο πιο προοδευτικό επιστημονικό μυαλό του δέκατου ένατου ανακαλύπτουμε και πάλι, με μία πιο άυλη μορφή, την αρχαία πίστη προς το άφθαρτο του θείου πνεύματος.
– Αλλά τώρα, πάνε πολλά χρόνια πια που δεν μπορώ να διαβάσω ούτε μια γραμμή ποίηση. Το μυαλό μου φαίνεται λειτουργεί σαν ένα είδος μύλου που αλέθει γενικούς νόμους, μέσα στην μεγάλη συλλογή των γεγονότων. Γιατί, όμως, αυτό προκαλεί την ατροφία εκείνου του τμήματός του εγκεφάλου από το οποίο εξαρτάται η υψηλότερη αισθητική, δεν μπορώ να το καταλάβω. Ο χαμός αυτών των διαθέσεων είναι ένας χαμός ευτυχίας, που δεν αποκλείεται να είναι επιζήμιος για τη νόηση και ακόμα πιθανότερα για τον ηθικό χαρακτήρα’ έτσι όπως εξασθενεί το συγκινησιακό τμήμα της φύσης μας.
– Αναζήτησα είκοσι χρόνια την αυτόματη γένεση, χωρίς να την ανακαλύψω. Όχι, δεν τη κρίνω αδύνατη. ‘Αλλά τι σας επιτρέπει να τη θεωρείτε αφετηρία ζωής; Τοποθετειτε την ύλη πριν από τη ζωή και αποφασίζετε πως η ύλη υπήρχε αιώνια. Πώς προεξοφλείται ότι η αδιάκοπη πρόοδος της επιστήμης δε θα εξαναγκάσει τους επιστήμονες… να σκεφτούν πως αιώνια υπήρχε η ζωή και όχι η υλη; Περνάτε από την ύλη στη ζωή επειδή η σημερινή σας αντίληψη… δεν μπορεί να συλλάβει διαφορετικά τα πράγματα. Πώς το γνωρίζετε πως σε δέκα χιλιάδες χρόνια δεν θα το θεωρεί κανείς πιθανότερο να έχει βγεί η ύλη από τη ζωή…
– Και κατ’ αρχήν τα δεδομένα που κρατάμε στα χέρια μας επιβεβαιώνουν τη δημοφιλή πεποίθηση πως οι επιστήμονες φτάνουν στην κορυφή της δημιουργικότητάς τους σε μια ηλικία νεότερη από τους καλλιτέχνες.
– … η επιστημονική μεγαλοφυία είναι ένα περίεργο κράμα σκεπτικισμού και ευπιστίας.
– Οι μήτρες της σκέψης του μαθητή βρίσκονται ακόμα σε μια ρευστή κατάσταση. Αργότερα, όταν στερεοποιηθούν, μόνο σε στιγμές έμπνευσης θα μπορεί ν’ ανακτά την αλλοτινή του αθωότητα. Κάτω από κατάλληλες συνθήκες, η απειρία μπορεί να σταθεί ένα πλεονέκτημα : ωθεί τον αμύητο να θέτει ερωτήματα που κανείς δεν είχε πριν ξαναθέσει, να βλέπει ένα πρόβλημα εκεί που κανείς δεν το είχε δει πριν.
– Είναι ο σκεπτικισμός προς τις συμβατικές απαντήσεις, η άρνηση να γίνεται οτιδήποτε δεκτό σα δεδομένο, η καθαρή όραση μιας σκέψης χωρίς παρωπίδες. Και τα τρία μαζί δημιουργούν μία οξεία αντίληψη, το ταλέντο ν’ αντιμετωπίζονται τα κοινά αντικείμενα μιας καθημερινής εμπειρίας κάτω από ένα λαμπερό, δικό τους φως, όπως τα βλέπουν και οι ζωγράφοι και οι ποιητές, ο καθένας με το δικό του τον τρόπο. Να παρατηρούνται λεπτομέρειες και να προσέχονται ασήμαντα πράγματα που ξεφεύγουνε από την προσοχή των άλλων. Αυτό μας οδηγεί σ’ ένα δεύτερο ζευγάρι συμπληρωματικών ιδιοτήτων (το πρώτο ήταν ο σκεπτικισμός ζευγαρωμένος με την ευπιστία) που χαρακτηρίζουνε τη δομή του επιστήμονα, τη συνύπαρξη των αφηρημένων με συγκεκριμένα καλούπια σκέψης, την ικανότητα του να συνδυάζει υψηλές θεωρητικές πτήσεις με μια οξεία αίσθηση του πρακτικού και του προσγειωμένου, την απόλαυση του να σκαλίζει μέσα σε ασήμαντα χνάρια.
– Το να έχει κανείς το κεφάλι του στα σύννεφα δεν τον εμποδίζει από το να πατάει σταθερά στη γή. Ο επιστήμονας, όπως κι ο καλλιτέχνης, πρέπει να ζει σύγχρονα σε πολλά επίπεδα, να κοιτάζει την αιωνιότητα μέσα από το παραθύρι του χρόνου. Όλες οι μεγάλες επιστημονικές μεγαλοφυίες είχαν αυτό το συγκεκριμένο χάρισμα του δυαδισμού των ικανοτήτων τους· είχαν ένα μυαλό πού γενίκευε και ένα μάτι που έπεφτε στις πιο μηδαμινές λεπτομέρειες’
– Συνήθως, δε γνωρίζουμε τίποτα για τον τελικό μας προσανατολισμό, ή για το τέρμα προς το οποίο οδεύουμε, και το ρεύμα μας σαρώνει προς έναν τύπο ζωής, από τον όποιο δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Κάθε απόφαση μας είναι και ένας φόνος και στην πορεία μας προς τα μπρος βαδίζουμε πάνω από τα νεκρογεννημένα κορμιά όλων των δυνατών Εγώ μας που δεν θα υπάρξουν ποτέ.
– Η πολυμορφία, η αστραφτερή ευκινησία του πνεύματος ενός Αρχιμήδη, ενός Γαλιλαίου, ενός Ντεκάρτ, ενός Φράνκλιν, ενός Φαρανταίη ή ενός Έντισον, είναι πραγματικά φαινόμενα. Ήταν σά να προχωρούσανε μέσα από τη ζωή φορτισμένοι με στατικό ηλεκτρισμό κι ότι κι αν άγγιζαν να πέταγε σπίθες.. Άνθρωποι μίας και μόνο ιδέας σαν τον Κοπέρνικο ή τον Δαρβίνο, φαίνεται πώς είναι η εξαίρεση ανάμεσα στους πραγματικά μεγάλους και πως κανόνας είναι η πολυδυναμικότητα. Η δυσοίωνη τάση προς την υπερεξειδίκευση, οι κίνδυνοι που κρύβει για το δημιουργικό πνεύμα και οι εκπαιδευτικές και διοικητικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για τη θεραπεία της, βρίσκονται έξω από τα πλαίσια αυτού του βιβλίου.
Σχολιάστε