
ΦΑΝΤΑΣΤΕΙΤΕ ΑΥΤΗΝ ΤΗ ΣΚΗΝΗ: ζητάμε από τριακόσιους ή τετρακόσιους ανθρώπους, άγνωστους μεταξύ τους, να σχηματίσουν ζευγάρια και να θέσουν στον παρτενέρ τους μία και μόνη ερώτηση: «Τι θέλεις;» ξανά και ξανά και ξανά.
Υπάρχει τίποτε απλούστερο; Μία μόνο αθώα ερώτηση και η απάντηση της. Κι όμως, έχω δει επανειλημμένα αυτή την ομαδική άσκηση να προκαλεί συναισθήματα απρόσμενης έντασης. Συχνά μέσα σε μερικά λεπτά η αίθουσα πάλλεται από τη συγκίνηση. Άντρες και γυναίκες -που δεν είναι με κανέναν τρόπο απελπισμένοι ή στερημένοι, αλλά ευτυχισμένοι, λειτουργικοί, καλοντυμένοι άνθρωποι που λάμπουν από την παρουσία τους- συντάσσονται ως το βαθύτερο είναι τους. Αναζητούν αυτούς που έχουν χαθεί για πάντα – νεκρούς ή απόντες γονείς, συζύγους, παιδιά, φίλους: «Θέλω να σε ξαναδώ». «Θέλω την αγάπη σου». «Θέλω να ξέρω πως είσαι περήφανος για ‘μένα». «Θέλω να ξέρεις ότι σ’ αγαπώ και πόσο λυπάμαι που δε σ’ το είπα ποτέ». «Θέλω να γυρίσεις – είμαι τόσο μόνος». «Θέλω την παιδική ηλικία που δεν είχα ποτέ». «Θέλω να ξαναβρώ την υγεία μου – να ξαναγίνω νέος. Θέλω να μ’ αγαπάνε, να με σέβονται. Θέλω η ζωή μου να έχει νόημα. Θέλω να κατορθώσω κάτι. Θέλω να είμαι σημαντικός για τους άλλους, να με θυμούνται». Συνεχίστε την ανάγνωση