Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Ο Θεός των μικρών πραγμάτων» της Αρουντάτι Ρόϊ
– Κατά τρόπο παράδοξο, η εγκατάλειψη και η αμέλεια από μέρους των κηδεμόνων της είχαν οδηγήσει στην περίπτωσή της σε μια απελευθέρωση του πνεύματος. Η εξέλιξη αυτή μόνο συπτωματική μπορεί να θεωρηθεί.
– Τις στιγμές του έρωτα όμως τα μάτια της τον ενοχλούσαν. Τον κοίταζαν λες κι ανήκαν σε κάποιον άλλο. Κάποιον που κοίταζε απλώς. Κάποιον που αγνάντευε τη θάλασσα από το παράθυρό του. Μια βάρκα στο ποτάμι. Ή έναν περαστικό μέσα στην ομίχλη, φορώντας το καπέλο του.
Θύμωνε επειδή δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό το βλέμμα. Το τοποθετούσε κάπου ανάμεσα στην αδιαφορία και την απελπισία.
– Ίσως είναι αλήθεια πως τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν μέσα σε μια μέρα. Πως λίγες ώρες μπορούν να αποφασίσουν για ολόκληρες ζωές. Και πως όταν συμβαίνει αυτό, αυτές οι λίγες ώρες πρέπει να βρεθούν, σαν τα θλιβερά απομεινάρια ενός καμένου σπιτιού – το καβουρνιασμένο ρολόι, την καψαλισμένη φωτογραφία, τα μαυρισμένα έπιπλα. Πρέπει να τις ξεθάψουν οι ζωντανοί μέσα από τα ερείπια και να τις μελετήσουν. Να τις συντηρήσουν. Να τις εκτιμήσουν.
– Το χαμόγελο της θύμησης – όχι για τον ίδιο το γάμο αλλά για το γεγονός ότι είχε αφεθεί υπάκουα να τη στολίσουν πριν την οδηγήσουν στο κάτεργο. Έμοιαζε τόσο παράλογο. Τόσο μάταιο. Σαν να τρίβεις και να γυαλίζεις τα καυσόξυλα.
– Κατά κάποιον τρόπο το ένιωθαν ότι πατούσε στη ζώνη του λυκόφωτος, ανάμεσα σε δυο κόσμους, εκεί όπου δεν μπορούσαν να τη φτάσουν. Το ένιωθαν ότι μια γυναίκα καταδικασμένη ήδη απ’ όλους δεν είχε και πολλά να χάσει – και γι’ αυτό θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνη.
– Η υπερβολική τάξη μέσα στο δωμάτιο ήταν η μόνη θετική ένδειξη ότι ο Έστθα είχε ακόμα ζωή και θέληση μέσα του. Ο μόνος αδύναμος υπαινιγμός ότι μπορεί και να είχε ίσως κάποιο Σχέδιο για τη Ζωή του. Η ψιθυριστή του άρνηση να ζήσει από τα ψίχουλα που του πετούσαν οι άλλοι. Στον τοίχο κοντά στο παράθυρο ήταν το σίδερο πάνω στη σιδερώστρα. Ένας σωρός διπλωμένα, ασιδέρωτα ρούχα περίμεναν να τα σιδερώσει.
Σχολιάστε