Αξιοσημείωτα από το βιβλίο του Rainer Maria Rilke «Οι ελεγείες του Duino» υπό Βασ.Ι.Λαζανά
– Σε ποιόν να καταφύγουμε; Σ’ άγγελο μήτε μήτε σ’ ανθρώπους πάλι.
Καί τα ζώα ακόμη διαισθάνονται πώς δεν είμεθα ως υπάρξεις,
εδώ, ασφαλείς. Σ’ έναν κόσμο ζούμε, απλώς, γνωστόν, οικείο,
σοφά ερμηνευομένον έστω. Ίσως και τούτο
να είναι αρκετό: να βλέπουμε την κάθε μέρα ένα δέντρο
στην άκρη μιας πλαγιάς· Μας μένει ακόμη ο χθεσινός ο δρόμος
και η εμμονή, η προσήλωση, σε μια κακότροπη συνήθεια,
που ήταν ευάρεστη σ’ εμάς. Και προσκολλήθηκε’ δεν φεύγει.
– Οι αρχαίες οδύνες -οι πλέον αρχαίες— δεν έχουν ωριμάσει εντός σου,
ώστε να γίνουν γόνιμες; Ο καιρός δεν ήλθε αυτός, πού, όταν αγαπούμε,
να είμεθα πρόθυμοι από το πρόσωπο το προσφιλές να αποσπασθούμε–
ως νικητές ριγώντες, καθώς το βέλος -πού συσπειρωμένο
στο στόχο κατευθύνεται και υπερνικώντας τη χορδή του–
την υπέρβαση του εαυτού του επιτυγχάνει. Πουθενά στάση δεν υπάρχει!
– Τέλος αυτοί που πρόωρα απέθαναν, δεν έχουν
πλέον την ανάγκη μας. Από της γης αυτής τα πράγματα αποσπώνται
ήρεμα, καθώς το βρέφος από τα στήθη της μητέρας.
Όμως εμείς, που σ’ ένα πλήθος μυστικών να εισδύσουμε ποθούμε,
εμείς —η ανάταση η μακάρια αναδύεται από το πένθος-
θα ήταν δυνατόν να ζήσουμε, χώρίς εκείνους;
– Υπόσχεση αιωνιότητας ο εναγκαλισμός σας είναι.
Και όμως όταν το ρίγος υπερβείτε των βλεμμάτων και τη νοσταλγικήν αδημονία
εκεί στο παράθυρο και τον κοινό περίπατο, τον πρώτο,
στον κήπο κάτω μια φορά -εραστές είσθε ερωτευμένοι ακόμη;
Όταν ο ένας προσφέρεται στον άλλο, όταν γεύεσθε τα χείλη
συνέχεια, πότης ο ένας των φιλιών του άλλου, ώ πώς φεύγει.
ω, πώς απομακρύνεται ο ένας από τον άλλο!
– Η καρδιά μας υπερβαίνει
τον εαυτό μας, όπως και εκείνους’ δεν ημπορούμε με το βλέμμα
να την ακολουθήσουμε. Ούτε και εικόνες θα την πράϋναν ούτε και θεία
σώματα, ώστε υπερβαίνοντάς τα, να γαλήνευε επιτέλους·
– Και εσύ η ίδια τί γνωρίζεις; Μάθε, έχεις πράξει μόνον τούτο;
βοήθησες να ανασυρθεί στον εραστή σου η προϊστορία. Έχεις ανοίξει
μιαν ατραπό, ώστε αισθήματα υπάρξεων, που δεν υπάρχουν
πλέον, να αναδυθούν, να εκβλαστήσουν πάλι.
Ποιες οι γυναίκες που σε μίσησαν… Ποιους άνδρες σκοτεινούς στις φλέβες
του εραστή σου αφύπνισες; Νεκρά παιδιά σε αποζητούσαν…
Ω, απαλά ηρέμησέ τον, απαλά. Σ’ ένα απ’ τα αγαπητά του έργα,
της καθημερινής ζωής, ας τον εμπιστευθείς. Οδήγησέ τον προς τον κήπο.
Στο μεγαλείο της νυκτός ας τον μυήσεις…
Συγκράτησέ τον …
– Ποιός θα παρουσιάσει ένα παιδί, όπως πράγματι, είναι;
ποιος σ’ έναν αστερισμόν θα το υψώσει και θα του εναποθέσει
στο χέρι του το μέτρο, τις αποστάσεις που θα υπολογίζει;
Ποιός θα επεξεργασθεί του παιδιού το θάνατο μ’ ένα μαύρο
ψωμί σκληρό —ή θα του εσταλάξει στο στρογγυλό του στόμα,
καθώς ενός ωραίου μήλου το σκοτεινό πυρήνα;…
Τους δολοφόνους να μαντεύσεις είναι εύκολο. Ωστόσο τουτο:
να περικλείεις το θάνατο, όλο το θάνατο, πρίν ν’ απολαύσεις
τη ζωή σου, να τον εγκλείεις, δίχως να τον αισθάνεσαι σαν βάρος,
αυτό είναι απερίγραπτο…
– Αγαπημένη ο κόσμος δεν υπάρχει, παρά «εντός» μας μόνον. Η ζωή μας
οδεύει προς τη «μεταμόρφωση». Και συνεχώς ό,τι είναι «εκτός»
απομειώνεται, ώσπου να χαθεί στο τέλος. Στη θέση, πού υψωνόταν ένα κτίσμα
«διαρκές», προβάλλει τώρα μια εικόνα
λοξή, φανταστική που κατασκεύασεν η σκέψη,
ωσάν ολόκληρη να ορθώνεται μες στον εγκέφαλον ακόμη.
Της δύναμης σιτοβολώνες ανιδρύει της εποχής το πνεύμα’
το άμορφο, μια ακατάσχετη ορμή πού αντλεί απ’ των πραγμάτων
όλων την ουσία. Ναούς πλέον δεν γνωρίζει. Πλάσματα
είναι της καρδιάς’ όμως το απόθεμά μας, το πλέον μυστικό, θα γίνουν.
Ναί, εκεί όπου σώζεται ακόμη κάτι, που άλλοτε το λάτρευαν, το υπηρετούσαν,
γονατιστοί, έχει τώρα διασωθεί, ώς είναι, στους κόλπους του αοράτου.
Πολλοί δεν το κατανοούν. Δεν έχουν το προνόμιο
εντός τους να το αναπλάσσουν, υψώνοντας αγάλματα λαμπρότερα
και πλέον μεγάλες στήλες.
– Κοίταξε εδω: ζω. Και πως αυτό, από τί; Ούτε η παιδική η ηλικία
ούτε και το μέλλον απομειώνονται… Υπόσταση ακαταμέτρητη
αναβλύζει μέσα απ’ την καρδιά μου.
20 Ιανουαρίου 2023 at 1:37 μμ
[…] […]
Μου αρέσει!Μου αρέσει!