Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Το Βιβλίο Κόλαση» του Κάρλο Φραμπέτι
– Το να έχεις πρόσβαση στις λέξεις, αλλά όχι σ’ αυτά που σημαίνουν, είναι η πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή του μαρτυρίου του Ταντάλου.
– Το να ανεβάζεις το βράχο της άγνοιας πάνω σ’ένα βουνό βιβλία, χωρίς να φτάνεις ποτέ στην κορυφή της γνώσης, είναι η πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή του μαρτυρίου του Σισύφου.
– Τι καλύτερο, σκέφτηκα, από μια σύνοψη της υπόθεσης; Αμέσως, όμως, συνειδητοποίησα το λάθος μου, γιατί, όταν συνοψίζεις, προδίδεις κι εκχυδαΐζεις το βιβλίο, κι ένας βιβλιοθηκάριος τόσο αυστηρός όσο εσύ δε θα δεχόταν δελτία χυδαία ή προδοτικά.
– Το να βλέπεις να μεταμορφώνεται σε λέξεις ό,τι αγγίζεις, είναι η πιο εκλεπτυσμένη εκδοχή του μαρτυρίου του Μίδα.
– Και εδώ, υπό το πρίσμα της αιωνιότητας, όταν έχεις τη δυνατότητα να κάνεις κάτι, είναι σαν να το έχεις κάνει.
– Κι εσυ κινείσαι συχνά σ’ αυτό το θολό μεταίχμιο που χωρίζει (ή συνδέει) τη λογοκλοπία από το «φόρο τιμής» συμπλήρωσε, σχεδιάζοντας στον αέρα τα εισαγωγικά με μια κίνηση των αφτιών του.
– «Το τώρα, που στον πραγματικό κόσμο διαρκεί ένα δέκατο του δευτερολέπτου (όσο χρόνο χρειάζονται να παραμείνουν η εικόνα στον αμφιβληστροειδή και τα ερεθίσματα στους νευρώνες), δεν έχει απόλυτη ισχύ στη λογοτεχνία. Η γραφή, εξ ορισμού, είναι παρελθόν. Μπορώ όμως, να σου δώσω ένα μελλοντικό παράδειγμα…» «Δεν πιστεύω ότι το μέλλον μπορεί να προκαθοριστεί. Αν μπορούσε, δε θα υπήρχε ελεύθερη βούληση, οπότε ούτε η κόλαση ούτε εσύ θα είχατε λόγο ύπαρξης.»
– «Η αιωνιότητα είναι ο προαιώνιος χρόνος, ο μιας κατευθύνσεως, μπροστά στον καθρέφτη του τίποτα. Οι ακέραιοι αριθμοί είναι οι φυσικοί αριθμοί μπροστά στον καθρέφτη του αριθμού μηδέν. Επομένως, μπορώ να τους διατρέξω κατά σειράν και εξαντλητικά’ θα ξεκινήσω απ’ το εικονικό τους κέντρο, και απλώς θα πηγαινοέρχομαι από τη μια πλευρά του καθρέφτη στην άλλη: ένα, μείον ένα’ δύο, μείον δύο· τρία, μείον τρία…»
– Ο Andersen μετέφερε τη νοσηρή αίσθησή του περί χριστιανικής αυταπάρνησης και τη βαθιά περιφρόνησή του για το γήινο και το ζωτικό στα δακρύβρεχτα αφτηγήματά του, που καλούν σε μιαν απευθείας πρόσβαση από τον υποτιθέμενο παράδεισο της παιδικής ηλικίας στον ψευδαισθητικό παράδεισο του επέκεινα, περιφρονώντας τελείως την ενδιάμεση ενήλικη και υπεύθυνη ζωή (την πραγματική ζωή).
– «Η νοσταλγία είναι τοξική, και μόνο σε πολύ μικρές δόσεις είναι ανεκτή. Σε μεγάλες δόσεις, προκαλεί δραστικές πνευματικές διάρροιες, εξαιρετικά επικίνδυνες για τα παιδιά, που οι σπογγώδεις ψυχές τους αφυδατώνονται πιο εύκολα.
– Η πίκρα (ένα δυσανάλογο κράμα νοσταλγίας και αδυναμίας) είναι ένα δηλητήριο αργής και απρόβλεπτης δράσης, που οι συνέπειές του μπορούν να εκδηλωθούν πολλά χρόνια μετά την κατάποση του…
– Το δόγμα είναι αίρεση, ακριβώς όπως (και για τον ίδιο λόγο που) η ιδιοκτησία είναι κλοπή.
– «Η αλύγιστη σκάλα του δογματισμού οδηγεί στη φρενίτιδα της καρδιάς και τον παραγκωνισμό του εγκεφάλου» αποφάνθηκε ο δαίμονας, χωρίς ν’ αφήσει το λυπημένο του χαμόγελο. «Ας την ανέβουμε.»
– Αρκεί να προσέξει κανείς τη συνοφρυωμένη έκφραση του Κασπάροφ, για να αναληφθεί ότι το σκάκι γι’ αυτόν (αλλά και για πολλούς άλλους) είναι μια άλγεβρα της οργής.
– Το να παίζεις καλα σκάκι, είναι συνήθως ένδειξη ευφυΐας· το να παίζεις πολύ καλά, όμως, μπορεί κάλλιστα να είναι ένδειξη ανοησίας ή τρέλας, αφού μόνο ένας ανόητος ή ένας τρελός θ’ αφιέρωναν σ’ αυτό παιχνίδι, όλο το χρόνο και τις δυνάμεις που απαιτούνται για να φτάσει κανείς να το κατέχει ολοκληρωτικά.»
– «Άσωτοι στις λέξεις, τσιγκούνηδες στις ιδέες: να πώς είναι τα περισσότερα βιβλία σήμερα. Η κούφια ή επαναληπτική λεξιρραγία είναι το χαρακτηριστικό της σύγχρονης λογοτεχνίας.
– Κίνητρα του συλλεκτισμού είναι η μανία του κατέχειν, αιτία όλων των δεινών και η πλήρης σύγχυση μεταξύ έχειν και είναι.
Όμως, αφού η ομορφιά δεν είναι κάτι που σας δίνεται, αλλά απλώς, σας επιτρέπει να τη θαυμάζετε (κι αυτό, στη σπάνια περίπτωση που μπορείτε να την αντέξετε) και δεν καταδέχεται ούτε καν να σας καταστρέψει ο συλλέκτης προσκολλάται στα φετίχ της ομορφιάς, στα υλικά της στηρίγματα, η μηδαμινή εσωτερική αξία των οποίων προσπαθεί να καλυφθεί κάτω από την εξωφρενική τιμή τους.»
– «Η ακόρεστη πείνα σου για γνώση (ευγενής και ανυστερόβουλη, δε λέω), μήπως κρύβει μια επιθυμία να αισθανθείς ανώτερος, να ανήκεις σε μια πνευματική ολιγαρχία; Και η δίψα σου για περιπέτειες, τόσο νεανική (για να μην πω: παιδική) και γενναιόδωρη, δεν είναι μαζί και η έκφραση μιας αντλερικής και κατάπτιστης δίψας για εξουσία;»
– «Μια άπειρη δουλειά ισούται με μηδέν δουλειά, όπως η δράση με τη δυνατότητα δράσης…
– Η αγάπη έχει νόημα μόνο ως μεταφορά ή μετωνυμία, αν οι αγαπώντες/αγαπώμενοι ενοικούν σε χώρους ή χρόνους διαφορετικούς… Το πιο αφόρητο είναι η συνοίκηση, η γκροτέσκα υποκρισία ότι μοιράζονται τη ζωή, θαρρείς και η ζωη είναι ένα πράγμα ή, ακόμα χειρότερο, μια ιδέα… Η αγάπη είναι λαγνεία, ακριβώς οπως (και για τον ίδιο λόγο που) η ιδιοκτησία είναι κλοπή … Η αφοσίωση, ο ζήλος για απόκτηση αγαθών (με το συμπληρωματικό της αμάρτημα, το ζήλο για ιδιοκτησία), είναι η αιτία όλων των δεινών — δε θα κουραστώ να το επαναλαμβάνω. Κι απ’ όλες τις αφοσιώσεις, η αγάπη είναι η πιο υπερβολική και νοσηρή.»
– »Ο εθνικιστής υψώνει την αγαπητική μανία του ως το γελοιωδώς οργιαστικό: επιχειρεί να αναπληρώσει με την ποσότητα την έλλειψη ποιότητας. Κρύβει το φόβο του για την ελευθερία στον όχλο’ τον πανικό του, στην οχλαγωγία.
– Το είπε και ο Byron: πιο εύκολο είναι να πεθάνεις για το πρόσωπο που αγαπάς, παρά το να ζήσεις μαζί του. Και λιγότερο αιματηρό.
– »Στον έρωτα υποβόσκει η πιεστική επιθυμία ανάκτησης εκείνου του χαμένου παραδείσου όπου η μητέρα ήταν η προέκταση του «εγώ», η ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου αυτό το «εγώ» αντλεί απόλαυση κι ασφάλεια. Υπ’ αυτήν την έννοια, ο έρωτας είναι πάντα παιδικός, οπισθοδρομικός: αρνείται να δεχθεί την προφάνεια του αναπότρεπτου χωρισμού, της αυτόνομης και αχανούς ετερότητας’ γι’ αυτό και είναι απόλυτα δικαιολογημένο το να αναπαριστάται σαν ένα μαλθακό και παχουλό μαμόθρεφτο με δεμένα μάτια. Και γι’ αυτό η ζηλοτυπία είναι το συνηθέστερο (ίσως και το πιο αξιοθρήνητο) σύμπτωμα του έρωτα.
– Η μοναδική διαφορά ανάμεσα στον πονηρό διαφθορέα και τον ειλικρινή ερωτευμένο έγκειται στο ότι ο μεν πρώτος εξαπατά μόνο ένα πρόσωπο, ενώ ο δεύτερος, δύο.
– Αν οι άνθρωποι μπορούσατε να μάθετε στ’ αλήθεια ο ένας τον άλλον, να τον καταλάβετε, να συνεργαστείτε, να αναπτύξετε μεταξύ σας σχέσεις αλληλεγγύης και κατανόησης, θα εξαφανιζόταν όχι μόνο το μίσος, αλλά και η πίσω όψη του, το διαλεκτικό του ταίρι: η καταπιεστική αγάπη. Και τότε το μόνο που θα έμενε, θα ήταν η φιλία, η επικούρεια φιλία, λίγο-πολύ στενή, λίγο-πολύ ερωτική, αλλά μια φιλία που θα σεβόταν πάντα την ταυτότητα, απόμακρη, ανοιχτή, ελεύθερη…
– Η κτητικότητα και η εξάρτηση γεννούν κατ’ ανάγκην ζήλια, άγχος, στενοχώρια, και η στενοχώρια μετατρέπεται σε βιαιότητα ή κατάθλιψη (που είναι η χειρότερη πράξη βίας).
– «Ο γάμος είναι μοιχεία, η υπέρτατη μοίχευση, ακριβώς όπως (και για τον ίδιο λόγο που) η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Ο τόσο εξευτελισμένος θεσμός του γάμου μοιχεύει την ειλικρίνεια, την αυθορμησία, την πίστη, την τρυφερότητα και τη συνέπεια με τα πιο ελεεινά υποκατάστατά τους: την επιτήδευση, το χρέος, την πιστότητα, την κολακεία, τη συγκατοίκηση... Και αυτό, στις καλύτερες περιπτώσεις, δεδομένου ότι, πολύ πιο συχνά, μέσα σ’ αυτά τα υποκατάστατα υπεισέρχονται μεταγενέστεροι εκφυλισμοί…
– Ας διασώσουμε το εμπύρετο συναίσθημά μας από τις ίδιες τις υπερβολές του, όπως προσέχουμε ένα ατίθασο παιδί για να μη χτυπήσει και να μπορέσει να μεγαλώσει και να γίνει δυνατό και υγιές. Ας εξάρουμε τις αρετές που συνάδουν με τις υπέροχες φιλίες: ειλικρίνεια, αφοσίωση, ανυστερόβουλη υποστήριξη, σεβασμός στην ταυτότητα του άλλου, στην αυτονομία και την ιδιαιτερότητά του… Ας μη τρέφουμε το συναίσθημα με ανάγκες αλλά με ελευθερία. Ας αγωνιστούμε μαζί κατά της κτητικότητας, της εξάρτησης, της ζήλιας. Ας παρουμε ξανά, μαζί, και με τα μάτια, ορθάνοιχτα το δρόμο της αιμομιξίας ζευγνύοντας τον ερωτισμό με την αδελφότητα…»
– »Κάθε ανθρώπινο ον είναι, αν μη τι άλλο, ένα βιβλίο ηλεκτρονικό, ένα e-book χαραγμένο στον μαλακό(ma non tropo) δίσκο των ίδιων των νευρωνικών κυκλωμάτων του. Και στην περίπτωση του homo legens, αυτό το βιο-βιβλίο οδηγεί στην αγάπη (ή στο μίσος) προς άλλα βιβλια, παλεύει και προσμιγνύεται μ’ αυτά, κι αυτή η πρόσμιξη, κάποιες φορές, αποδεικνύεται γόνιμη.
Σχολιάστε