Η άσκηση εξουσίας μέσω της ωμής βίας έρχεται στο προσκήνιο όταν χάνεται η δύναμη. | Hannah Arendt

Ιωάννινα, Σεπτέμβριος 2018

Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Περι βίας» της Hannah Arendt

Ο κύριος λόγος που ο πόλεμος είναι ακόμη παρών δεν είναι ούτε κάποια κρυφή επιθυμία θανάτου που διακατέχει το ανθρώπινο γένος, ούτε ένα ακατανίκητο ένστικτο επιθετικότητας, ούτε τέλος, όπως μπορεί να φαίνεται πιο εύλογο, οι σοβαροί οικονομικοί και κοινωνικοί κίνδυνοι που ενυπάρχουν στον αφοπλισμό, αλλά το απλό γεγονός ότι δεν έχει ακόμη εμφανισθεί στην πολιτική σκηνή κανένα υποκατάστατο αυτού του έσχατου κριτή στις διεθνείς υποθέσεις. Δεν είχε δίκιο άραγε ο Χομπς όταν έλεγε: «Οι συνθήκες, χωρίς το ξίφος, είναι μόνο λόγια»;

Το πρόβλημα δεν έγκειται στο ότι είναι αρκετά ψύχραιμοι ώστε να «σκεφτούν το αδιανόητο», αλλά στο ότι δεν σκέπτονται.

– Κανένας άνθρωπος που στοχάζεται την ιστορία και την πολιτική δεν μπορεί να αγνοήσει τον τεράστιο ρόλο που παίζει ανέκαθεν η βία στα ανθρώπινα πράγματα, και εκ πρώτης όψεως μάλλον προκαλεί έκπληξη το γεγονός οτι τόσο σπάνια το θέμα της βίας αποτέλεσε αντικείμενο ιδιαίτερης ανάλυσης (Στην τελευταία έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας των Κοινωνικών Επιστημών δεν υπάρχει καν λήμμα «βία».) Αυτό δείχνει σε ποιο βαθμό η βία και η σύμφυτη αυθαιρεσία της θεωρήθηκαν δεδομένες και ως εκ τούτου παραμελήθηκαν’ κανένας δεν αμφισβητεί ούτε εξετάζει κάτι πασιφανές.

– Όσο πιο αμφίβολο και αβέβαιο εργαλείο έχει γίνει η βία στις διεθνείς σχέσεις, τόσο περισσότερο έχει κερδίσει σε υπόληψη και ελκυστικότητα στις εσωτερικές υποθέσεις, ιδίως στο ζήτημα της επανάστασης.

– Χωρίς αμφιβολία, ο Μαρξ είχε επίγνωση του ρόλου της βίας στην ιστορία, αλλά γι’ αυτόν τούτος ο ρόλος ήταν δευτερεύων’  δεν ήταν η βία που επέφερε το τέλος της παλιάς κοινωνίας, αλλά οι εγγενείς αντιφάσεις της. Τα ξεσπάσματα βίας προηγούνταν της ανάδυσης μιας νέας κοινωνίας, αλλά δεν την προκαλούσαν, γι’ αυτό και τα παρομοίαζε με τις ωδίνες του τοκετού, οι οποίες προηγούνται μεν του γεγονότος της οργανικής γέννησης, αλλά φυσικά δεν το προκαλούν.

– Αν θέσεις σε κάποιον που ανήκει σ’αυτή τη γενιά δύο απλές ερωτήσεις, «Πώς θέλεις να είναι ο κόσμος σε πενήντα χρόνια;» και «Πώς θέλεις να είναι η ζωή σου σε πέντε χρόνια;» συχνά θα προηγηθούν των απαντήσεων φράσεις του τύπου «Αν βέβαια υπάρχει ακόμη ο κόσμος», και «Αν βέβαια είμαι ακόμη ζωντανός». Όπως λέει ο George Wald, «έχουμε μπροστά μας μια γενιά που δεν είναι καθόλου σίγουρη ότι έχει μέλλον.» Διότι το μέλλον, όπως λέει ο Spender, είναι «σαν μια ωρολογιακή βόμβα θαμμένη, αλλά και ενεργοποιημένη, στο παρον».

– Ποιος αμφέβαλε ποτέ ότι όσοι έχουν υποστεί βία την ονειρεύονται, ότι οι καταπιεσμένοι «ονειρεύονται τουλάχιστον μια φορά την ημέρα να πάρουν» τη θέση του καταπιεστή, ότι οι φτωχοί ονειρεύονται τα υπάρχοντα των πλουσίων, οι καταδιωκόμενοι να ανταλλάξουν «τον ρόλο του θηράματος με τον ρόλο του κυνηγού» και οι έσχατοι το βασίλειο όπου «οι έσχατοι έσονται, πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι»; Η ουσία, όπως την είδε ο Μάρξ, είναι ότι τα όνειρα ποτέ δεν βγαίνουν αληθινά.

Οι μανιακοί της χειραγώγησης, εκείνοι που τη φοβούνται υπερβολικά όσο κι εκείνοι που έχουν εναποθέσει τις ελπίδες τους σ’ αυτήν, ίσα που παίρνουν χαμπάρι τα αποτελέσματά της όταν τους έρχονται στο κεφάλι.

– ….τι εννοούμε με τον όρο δύναμη. Και η δύναμη, όπως αποδεικνύεται, είναι εργαλείο εξουσίας, ενώ η εξουσία (rule), όπως μαθαίνουμε, οφείλει την ύπαρξή της «στο ένστικτο της κυριαρχίας». Αμέσως μας έρχονται στον νου τα λεγόμενα του Σαρτρ σχετικά με τη βία, όταν διαβάζουμε στον Jouvenel ότι «ο άνθρωπος αισθάνεται πιο κοντά στη φύση του όταν επιβάλλεται στους άλλους τους κάνει όργανα της θέλησής του», πράγμα που του δίνει «ασύγκριτη ευχαρίστηση «.

– Ποιος εξουσιάζει ποιον; Δύναμη, ρώμη, επιβολή, κύρος, βία-πρόκειται απλώς για λέξεις που δείχνουν τα μέσα με τα οποία ο άνθρωπος εξουσιάζει τον άνθρωπο· θεωρουνται συνώνυμες επειδή έχουν την ίδια λειτουργία. Μόνο αφού πάψει κανείς να ανάγει τα δημόσια πράγματα στο έργο της κυριαρχίας θα εμφανιστούν, ή μάλλον θα επανεμφανιστούν, στην αυθεντική ποικιλομορφία τους τα αρχικά δεδομένα του πεδίου των ανθρώπινων πραγμάτων.

Η σχεδόν ενστικτώδης εχθρότητα των πολλών προς τον ένα έχει ανέκαθεν, από τον Πλάτωνα μέχρι τον Νίτσε, αποδοθεί σε μνησικακία, στον φθόνο των ανήμπορων για τον κραταιό, αλλά η ψυχολογική αυτή ερμηνεία παραβλέπει την ουσία. Είναι στη φύση μιας ομάδας και της δύναμής της να στρέφεται κατά της ανεξαρτησίας, που χαρακτηρίζει την ατομική κραταιότητα.

– Η πεμπτουσία του είναι η άνευ όρων αναγνώριση από εκείνους που καλούνται να υπακούσουν’ δεν χρειάζεται ούτε καταπίεση ούτε πειθώ. (Ο πατέρας μπορεί να χάσει το κύρος του είτε χτυπώντας το παιδί του είτε λογομαχώντας μαζί του, δηλαδή είτε επειδή του φέρεται σαν τύραννος είτε επειδή το μεταχειρίζεται σαν ίσο). Για να διατηρηθεί το κύρος απαιτείται σεβασμός προς το πρόσωπο ή το αξίωμα. Ο μεγαλυτερος εχθρός του κύρους είναι είναι επομένως η περιφρόνηση και ο πιο σίγουρος τρόπος υπονόμευσής του, το γέλιο.

Ποτέ δεν υπήρξε κυβέρνηση που να βασίζεται αποκλειστικά στα μέσα της βίας. Ακόμη και ο αρχηγός ολοκληρωτικού καθεστώτος, κύριο όργανο εξουσίας του οποίου είναι τα βασανιστήρια, χρειάζεται μια βάση ισχύος – τη μυστική αστυνομία και το δίκτυο των πληροφοριοδοτών της.

– Για να γυρίσουμε λίγο στην εννοιολογική γλώσσα: η δύναμη είναι πράγματι εντελώς ζωτική για κάθε κυβέρνηση, ενώ η βία όχι. Η βια είναι φύσει εργαλειακή’ όπως όλα τα μέσα, έχει παντα ανάγκη καθοδήγησης και δικαιολόγησης από το σκοπό που επιδιώκει. Και ό,τι χρειάζεται δικαιολόγηση από κάτι άλλο δεν μπορεί να είναι η ουσία κανενός πράγματος.

– Η βια, ας μην το ξεχνάμε, δεν εξαρτάται, από αριθμούς ή γνώμες, αλλά από όργανα, και τα όργανα της βίας, όπως προανέφερα, όμοια με όλα τα άλλα εγαλεία, αυξάνουν και πολλαπλασιάζουν την ανθρώπινη ρώμη. Αυτοί που αντιτάσσουν απλή δύναμη στη βία σύντομα διαπιστώνουν ότι έχουν να αναμετρηθούν όχι με ανθρώπους αλλά με τεχνήματα των ανθρώπων, που η απανθρωπιά και η καταστροφική αποτελεσματικότητά τους αυξάνονται κατ’ αναλογία προς την απόσταση χωρίζει τους αντιπάλους.

Σε μια μετωπική σύγκρουση μεταξύ βίας και δύναμης, η εκβαση δεν είναι καθόλου αβέβαια. Αν η εξαιρετικά ισχυρή και επιτυχής στρατηγική της μη βίαιης αντίστασης του Γκάντι είχε έλθει αντιμέτωπη με έναν διαφορετικό εχθρό -τη Ρωσία του Στάλιν, τη Γερμανία του Χίτλερ, ακόμη και την μεταπολεμική Ιαπωνία, αντί για την Αγγλία- το αποτέλεσμα δεν θα ήταν ο τερματισμός της αποικιοκρατίας, αλλά η σφαγή και η υποταγή.

– Η άσκηση εξουσίας μέσω της ωμής βίας έρχεται στο προσκήνιο όταν χάνεται η δύναμη.

– Η καθοριστική διαφορά ανάμεσα στην ολοκληρωτικού τύπου κυριαρχία, που βασίζεται στην τρομοκρατία, και στις τυραννίες και τις δικτατορίες, που εγκαθιδρύονται δια της βίας, είναι ότι η πρώτη στρέφεται όχι μόνο εναντίον των εχθρών της αλλά και εναντίον των φίλων και υποστηρικτών της, φοβούμενη κάθε δύναμη, ακόμη και την δύναμη των φίλων της.

– Ανακεφαλαιώνω: από πολιτική άποψη δεν αρκεί να πούμε ότι δύναμη και βία δεν είναι το ίδιο πράγμα. Δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα· όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει. Η βία εμφανίζεται εκεί όπου η δύναμη κινδυνευει, αλλά, αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, καταλήγει στην εξαφάνιση της δύναμης. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σωστό να θεωρείται αντίθετο της βίας η μη βία’ η αναφορά στη μη βίαιη δύναμη είναι στην πραγματικότητα πλεονασμός. Η βία μπορεί να καταστρέψει τη δύναμη, αλλά είναι εντελώς ανίκανη να τη δημιουργήσει.

– Η απάντηση, φοβούμαι, είναι απλή: είναι ευκολότερο να πειραματατιζόμαστε με τα ζώα, κι αυτό όχι μόνο για ανθρωπιστικούς λόγους -ότι δηλαδή δεν είναι ωραίο να μας βάζουν σε κλουβιά’ το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι ξέρουν να ξεγελούν.

– Εν αντιθέσει προς αυτές τις θεωρίες και τα όσα συνεπάγονται, θα υποστηρίξω στις γραμμές που ακολουθούν ότι η βία δεν είναι ούτε ζωώδης ούτε ανορθολογική-είτε αντιλαμβανόμαστε αυτούς τους όρους κατά τη συνήθη χρήση τους στη γλώσσα των ανθρωπιστών είτε σύμφωνα με τις επιστημονικές θεωρίες.
Ότι η βια ξεπηδάει συχνά από την οργή είναι κοινοτοπία, και η οργή μπορεί πράγματι να είναι ανορθολογική και παθολογική, όμως το ιδιο μπορεί να είναι και οποιοδήποτε άλλο ανθρώπινο συναίσθημα.

– Μόνο εκεί όπου εύλογα υποπτευόμαστε οτι οι συνθήκες θα μπορούσαν να αλλάξουν μα δεν αλλάζουν εμφανίζεται η οργή. Μόνο όταν μας θίγουν το αίσθημα δικαίου αντιδρούμε με οργή, και αυτή η αντιδραση δεν είναι καθόλου απαραίτητο να αντανακλά προσωπική ζημία όπως αποδεικνύεται από όλη την ιστορία των επαναστάσεων, όπου μονίμως μέλη των ανώτερων τάξεων πυροδότησαν και στη συνέχεια καθοδήγησαν τις εξεγέρσεις των καταπιεσμένων και των κατατρεγμένων.

Όταν ειμαστε όλοι ένοχοι, δεν είναι κανένας· οι ομολογίες συλλογικής ενοχής είναι η καλύτερη δυνατή εγγύηση ενάντια στην ανακάλυψη των ενόχων, και το ίδιο το μέγεθος του εγκλήματος η καλύτερη δικαιολογία για να μην κάνουμε τίποτε. Σ’ αυτή τη σιγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται επιπροσθέτως για μια επικίνδυνη και συσκοτιστική κλιμάκωση του ρατσισμού σε κάποιες υψηλότερες, λιγότερο απτές σφαίρες.

– Είναι εντελώς αλήθεια ότι μέσα στη στρατιωτική καθώς και στην επαναστατική δράση «ο ατομικισμός είναι η πρώτη [αξία] που εξαφανίζεται«. Στη θέση του βρίσκουμε ένα είδος συνοχής της ομάδας, που βιώνεται πιο έντονα και αποδεικνύεται πολύ ισχυρότερος, αν και λιγότερο σταθερός, δεσμός απ’ όλα τα είδη φιλίας, δημόσιας ή ιδιωτικής.

– Ο Σορέλ πάντως ακολούθησε αυτή τη γραμμή σκέψης πριν από εξηντα χρόνια. Προέβλεψε πριν από τον Σπένγκλερ την «Παρακμή της Δύσης», έχοντας παρατηρήσει σαφή σημάδια κάμψης στην ευρωπαϊκή πάλη των τάξεων. Η αστική τάξη, υποστήριζε, δεν είχε πλέον την απαραίτητη «ενέργεια» για να παίξει το ρόλο της στην ταξική πάλη’ μόνο αν το προλεταριάτο μπορούσε να πειστεί να χρησιμοποιήσει βία προκειμένου να επιβεβαιώσει τις ταξικές διακρίσεις και να ξυπνήσει το μαχητικό πνεύμα της αστικής τάξης, θα μπορούσε να σωθεί η Ευρώπη.

– «Ό,τι παύει να αναπτύσσεται αρχίζει να σαπίζει», λέει μια ρώσική ρήση από το περιβάλλον της Αικατερίνης της Μεγάλης.

– Μήπως το «θέλω» και το «μπορώ» έχουν διακόψει τις σχέσεις τους; Μήπως είχε δίκιο ο Βαλερύ όταν έλεγε πενήντα χρόνια πριν: «Μπορεί να πει κανείς ότι όλα όσα ξέρουμε, δηλαδή όλα όσα έχουμε τη δύναμη να κάνουμε, στράφηκαν τελικά εναντίον αυτού που είμαστε»

by SearchingTheMeaningOfLife

Advertisement

One response to “Η άσκηση εξουσίας μέσω της ωμής βίας έρχεται στο προσκήνιο όταν χάνεται η δύναμη. | Hannah Arendt

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

The BUTHIDARS

Make Hugs Not War.

Leonberger Life

The Leonberger dog breed. Information and stories.

Mindfills

Getting lost is not a waste of time

Print Test Page

Check Your Printer Quality

Poestoryporium

A paper-cut survivor

The Heavenly Cap

Everything Literature.

Αρέσει σε %d bloggers: