Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Ηθική» του Επίκουρου (Εξάντας εκδοτική)
– Τί δεν είναι, λοιπόν, ο Επίκουρος; Δεν είναι άμοιρος παιδείας και αμόρφωτος, ούτε ένας φιλόσοφος που αδιαφορεί για την πράξη (πράγμα αδιανόητο για τους αρχαίους Έλληνες της εποχής του). Δεν είναι, επίσης, «εκπρόσωπος» του επιστημονικού πνεύματος της εποχής του’ απεναντίας στάθηκε δύσπιστος απέναντι στις κατακτήσεις της επιστήμης.
– Οι βασικές προτάσεις μπορούν να καταγραφούν υπό μορφή αξιωμάτων, που προκύπτουν από την ανάγνωση της Επιστολής προς Ηρόδοτον:
(1) Τίποτε δεν γίνεται από το τίποτε και τίποτε δεν καταλήγει (και φθείρεται) στο τίποτε.
(2) Το σύμπαν είναι αμετάβλητο: ήταν, είναι και θα είναι αιώνια το ίδιο.
(3) Το σύμπαν είναι άπειρο.
(4) Το σύμπαν δεν διέπεται από καμία αρχή ούτε κάποιο σκοπό·
(5) Το σύμπαν αποτελείται από σώματα και κενό.
(6) Το κενό υπάρχει, είναι άπειρο και διαμέσου αυτού γίνεται η κίνηση.
(7) Τα στερεα σώματα (στερέμνια) είναι ή σύνθετα ή απλά αναλοίωτα και αδιαίρετα (άτομα).
(8) Τα σώματα είναι απειράριθμα.
(9) Τα σώματα βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση.
(10) Τα διάφορα σχήματα είναι απειράριθμα.
(11) Τα άτομα διαιρούνται θεωρητικά σε ελάχιστα μέρη (όγκοι), που είναι θεωρητικά και φυσικά άτμητα.
(12) Οι πρωτεύουσες ιδιότητες των ατόμων είναι το σχημα, το μέγεθος και το βάρος.
(13) Τα άτομα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση (ευθύγραμμη ή παλμική) που καθορίζεται από το βάρος, τις προσκρούσεις και την εκτροπή (παρέγκλισις)
(14) Υπάρχουν απειράριθμοι κόσμοι.
– Η κατεξοχήν αρετή σ’ αυτή την κοινωνία είναι η φιλία: ένα «διαπροσωπικό συμβόλαιο» που μαζί με το κοινωνικό συμβόλαιο και το λάθε βιώσας (ζήσε απαρατήρητος) προσφέρουν λύση στο πρόβλημα της κοινωνικής συμβίωσης.
– Οι Επικούρειοι συνηθίζουν να συντάσσουν το κανονικό με το φυσικό, και το ονομάζουν θεωρία για το κριτήριο της αλήθειας και την πρώτη αρχή, καθώς και στοιχειωτική. Το φυσικό το ονομάζουν θεωρία για τη γένεση και τη φθορά και για τη φύση των πραγμάτων. Το ηθικό, τέλος, θεωρία για τα αντικείμενα της προτίμησης και της αποστροφής και για τα είδη και το σκοπό της ζωής.
– Ειδάλλως, δε θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κάτι, αν δεν είχαμε γνωρίσει πρωτύτερα τη μορφή του διαμέσου της πρόληψης. Επομένως, οι προλήψεις είναι εναργείς.
– Ο Επίκουρος στέλνει χαιρετισμό στον Μενοικέα.
Όσο είναι νέος κανείς να μην αργοπορεί να φιλοσοφήσει κι όταν γεράσει να μην καταπονείται φιλοσοφώντας. Γιατί κανείς δεν είναι ανώριμος ούτε υπερώριμος για εκείνο που φέρνει την υγεία της ψυχής. Και όποιος λέει ότι δεν ήρθε ακόμη ο καιρός για να φιλοσοφήσει ή ότι κιόλας πέρασε, μοιάζει μ’εκείνον που λέει οτι δεν ήρθε ακόμη η ώρα ή ότι δεν έμεινε πια καιρός για την ευδαιμονία. Πρέπει, λοιπόν, να φιλοσοφεί και ο γέρος και ο νέος: ο μεν ένας ώστε, ενώ γερνά, σαν νεος να βλέπει τα αγαθά —χάρη στις καλοτυχίες της περασμένης του ζωής-, ο δε άλλος, μολονότι νέος, να είναι συνάμα και ώριμος, καθώς δε θα φοβάται για τα μελλούμενα. Είναι ανάγκη, συνεπώς, να στοχαζόμαστε τα όσα φέρνουν την ευδαιμονία, γιατί, όταν την έχουμε, έχουμε τα πάντα κι όταν μας λείπει, κάνουμε τα πάντα για να την αποκτήσουμε.
– Ασεβής μάλιστα δεν είναι εκείνος που αρνείται τους θεούς των πολλών, αλλά αυτός που αποδίδει στους θεούς τις δοξασίες τον πολλών.
– Να συνηθίσεις την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι τίποτε για μας’ γιατί κάθε κακό και κάθε καλό βρίσκεται στην αίσθηση, ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης.
– Ακόμη, πρέπει ν’ αναλογιστούμε ότι από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές κι άλλες μάταιες· από τις φυσικές πάλι μερικές είναι αναγκαίες και μερικές απλώς φυσικές· τέλος, από τις αναγκαίες επιθυμίες άλλες είναι αναγκαίες για την ευδαιμονία, άλλες για την ευεξία του σώματος και άλλες για την ίδια τη ζωή.
– Γι’ αυτό το λόγο αποκαλούμε την ηδονή αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. Επειδή αναγνωρίζουμε την ηδονή ως το πρωταρχικό και έμφυτο σε μας αγαθό και ως την απαρχή κάθε προτίμησης και κάθε αποστροφής’ και σ’ αυτήν καταλήγουμε θεωρώντας την αίσθησή της ως κριτήριο για κάθε αγαθό.
– Θεωρούμε ότι η αυτάρκεια είναι μέγιστο αγαθό, όχι για να μένουμε ευχαριστημένοι πάντοτε με τα λίγα, αλλά για να μπορούμε, όταν δεν έχουμε πολλά να αρκούμαστε στα λίγα, με την ακράδαντη πεποίθηση ότι την πολυτέλεια την απολαμβάνουν ηδανικότερα εκείνοι που την έχουν μικρότερη ανάγκη και ότι κάθε τι φυσικό το αποκτούμε εύκολα ενώ το μάταιο δύσκολα.
– Όταν, λοιπόν, λέμε ότι η ηδονή είναι ο σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων και τις αισθησιακές ηδονές, όπως νομίζουν κάποιοι που αγνοούν, διαφωνούν ή παρερμηνεύουν τις απόψεις μας’ εννοούμε την απουσία σωματικού πόνου και ψυχικής ταραχής.
– Γιατί οι αρετές συγγενεύουν εκ φύσεως με την ευχάριστη ζωή και η ευχάριστη ζωή είναι αχώριστη από αυτές.
– Αυτές και παρόμοιες σκέψεις να κάνεις μέρα και νύχτα, μόνος σου και με ομοίους σου, και ποτέ δε θα ταραχθείς στον ύπνο σου ή στον ξύπνο σου· και θα ζήσεις σαν θεός ανάμεσα σε ανθρώπους. Γιατί διόλου δε μοιάζει με ζώο θνητό ο άνθρωπος που ζει μέσα σε αθάνατα αγαθά.
– Ο πόνος στη σάρκα δε χρονίζει. Αντίθετα, ο οξύτερος πόνος κρατά ελάχιστο χρόνο κι εκείνος που ξεπερνά την ηδονή της σάρκας δεν κρατά πολλές ημέρες. Ενώ στις μακροχρόνιες ασθένειες μέσα στη σάρκα υπερέχει η ηδονή παρά ο πόνος.
– Ο πλούτος της φύσης και περιορισμένος είναι και ευπόριστος, ενώ ο πλούτος που αναζητά η ματαιοδοξία δεν έχει όρια.
– Όποιος γνώρισε τα όρια της ζωής καταλαβαίνει ότι εκείνο που διώχνει τον πόνο της έλλειψης και καθιστά ολόκληρη τη ζωή τέλεια είναι ευπόριστο’ και ότι, επομένως, δεν έχει ανάγκη από πράγματα που αποκτώνται με αγώνες.
– Ο δίκαιος είναι εντελώς ατάραχος, ενώ ο άδικος ζει γεμάτος ταραχή.
– Η ηδονή στη σάρκα δεν αυξάνεται, όταν φύγει ο πόνος που οφείλεται στην έλλειψη’ απλώς διαφοροποιείται. Το όριο της ηδονής στο νου καθορίζεται με τη λογική θεώρηση των ίδιων των ηδονών και των ομογενών τους, όλων αυτών που δημιουργούσαν στο νου τους πιο μεγάλους φόβους.
– Από τις επιθυμίες άλλες είναι φυσικές και αναγκαίες, άλλες φυσικές μα όχι αναγκαίες κι άλλες τέλος, ούτε φυσικές ούτε αναγκαιες αλλά γεννιούνται από τη ματαιοδοξία. Ο Επίκουρος θεωρεί φυσικές και αναγκαίες όσες ανακουφίζουν τους πόνους, όπως το ποτό τη δίψα. Φυσικές και μη αναγκαίες αυτές που απλώς ποικίλλουν την ηδονή, χωρίς να απομακρύνουν τον πόνο, όπως τα πολυτελή γεύματα. Τέλος, ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες θεωρεί ηδονές όπως το στεφάνωμα και τις ανεγέρσεις αδριάντων.
– Αν αφαιρέσουμε την όψη, την επικοινωνία και την επαφή, σβήνει το ερωτικό πάθος.
– Κάθε φιλία είναι από μόνη της αρετή’ η αρχή της, όμως, βρίσκεται στις αγαθοεργίες.
– Δεν πρέπει να σπαταλούμε τα παρόντα στην επιθυμία μας για τα απόντα, αλλά να σκεφτόμαστε οτι κι αυτά που έχουμε ήσαν επιθυμητά.
– Είναι μικρός από κάθε άποψη ο άνθρωπος που έχει πολλούς και καλούς λόγους να εγκαταλείψει τη ζωή.
– Δεν είναι φίλος εκείνος που διαρκώς επιζητεί την απόλαυση ούτε κι εκείνος που ποτέ δεν τη ζητάει. Ο ένας εμπορεύεται το χάρισμα της φιλίας, ο άλλος σκοτώνει την ελπίδα για το μέλλον.
– Ο σοφός σε σχέση με τα αναγκαία της ζωής γνωρίζει να δίνει μάλλον παρά να παίρνει’ τέτοιο θησαυρό έχει βρει στην αυτάρκεια.
– Τις κακές συνήθειες τις διώχνουμε ολότελα από κοντά μας, σαν πονηρούς ανθρώπους που για πολύ καιρό μας έκαναν μεγάλο κακό.
– Τις συμφορές πρέπει να τις θεραπεύουμε με την ευχάριστη ανάμνηση των περασμένων και με την γνώση ότι δεν είναι δυνατόν να ξεκάνουμε αυτό που έχει γίνει.
– Στις συμφορές των φίλων συμμετέχουμε όχι με θρήνους αλλά με πράξεις.
– Μέγιστος καρπός της αυτάρκειας η ελευθερία.
– Ο Επίκουρος την ονομάζει «ισονομία» δηλαδή αρχή της ισορροπημένης κατανομής. Από την αρχή αυτή προκύπτει ότι αν το πλήθος των θνητών είναι τόσο μεγάλο, τότε και των αθανάτων δεν είναι μικρότερο, και ότι αν τα όντα που καταστρέφουν είναι αναρίθμητα, τότε και εκείνα που συντηρούν πρέπει να είναι άπειρα.
– Ο θεός δεν εμπνέει φόβο,
ο θάνατος δε φέρνει ταραχή, το
αγαθό είναι ευπόριστο και το κακό υποφέρεται εύκολα.
– Η ψυχή είναι σταθερή και ήρεμη: τι θα μπορούσε να προστεθεί σ’ αυτή την ηρεμία; Όπως ο αίθριος ουρανός δεν μπορεί να γίνει περισσότερο καθαρός, εφόσον έχει φτάσει στον μέγιστο βαθμό καθαρότητας, έτσι και ο άνθρωπος που επιμελείται σώμα και την ψυχή του και την αρμονική συνυφή τους προς το καλό του, βρίσκεται σε τέλεια κατάσταση και έχει πραγματοποιήσει όλους τους πόθους του, εαν δεν υπάρχει τρικυμία στην ψυχή του ούτε πόνος στο σώμα του.
– Βέβαια, είναι φανερό ότι το κριτήριο της ποσότητας δεν το κρίνει παρά ο λόγος. Τις εκφράσεις είναι καλύτερο να υπομείνουμε ορισμένους πόνους, ώστε να νιώσουμε μεγαλύτερες ηδονές» και «συμφέρει να απέχουμε από ορισμένες ηδονές, προκειμένου να μην πονέσουμε χειρότερα» και όλες τις παρόμοιες είναι ο λόγος που τις κρίνει.
-Ο Επίκουρος, αντίθετα, θεωρεί χειρότερους τους ψυχικούς πόνους· γιατί η σάρκα υποφέρει προσωρινά, ενώ η ψυχή στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.
– Ο σοφός θα πλουτίσει την ίδια του τη φύση και τα πλούτη του —διδάσκει ο Επίκουρος- είναι ευκολοπόριστα. Χρωστούμε χάρη στη μακάρια φύση που έκανε τα αναγκαία ευπόριστα και τα δυσπόριστα μη αναγκαία.
– Τις αρετές τις προτιμούμε για χάρη της ηδονής κι όχι καθαυτές -όπως την ιατρική για την υγεία-, καθώς λέει ο Διογένης στο εικοστό βιβλίο των Επιλέκτων, προσθέτοντας ότι η παιδεία είναι τρόπος ζωής.
– Ευδαίμων δεν είναι κάποιος είτε εξαιτίας του φόβου είτε εξαιτίας της άμετρης και κενής επιθυμίας. Αν τα χαλιναγωγήσει, μπορεί να φτάσει στο γαλήνιο στοχασμό.
– «Πρέπει να ξεχωρίζουμε ορισμένους αρίστους ανθρώπους και να τους έχουμε διαρκώς μπροστά στα μάτια μας, ώστε να ζούμε σαν να μας παρατηρούσαν και να πράττουμε σαν να μας έβλεπαν.» Αυτό… διδάσκει ο Επίκουρος.
Λέει ο Επίκουρος…: «Να πράττεις το καθετί, σαν να σε έβλεπε ο Επίκουρος».
– Η ζωή των ανόητων είναι αχάριστη [προς τα περασμένα αγαθά] και ανήσυχη: προβάλλει τα πάντα στο μέλλον.
Είναι κουραστικό να ξαναρχίζεις διαρκώς τη ζωή.
Ο ανόητος, ανάμεσα στ’ άλλα κακά, έχει και τούτο: προετοιμάζεται διαρκώς για να ζήσει.
– «Τέτοια είναι η απερισκεψία των ανθρώπων, τέτοια η παραφροσύνη τους που μερικοί, από φόβο για το θάνατο, ωθούνται στο θάνατο«.
Σχολιάστε