Στο κύκνειο άσμα του « Ο Πρώτος ‘Ανθρωπος», η εικόνα της μητέρας έρχεται και επανέρχεται από τη πρώτη ως την τελευταία σελίδα.
Albert Camus, γάλλος συγγραφέας από το Αλγέρι, ένας μαυροπόδαρος (pied noir) όπως επιτιμητικά τους αποκαλούσαν οι γηγενείς Γάλλοι, με ένα νόμπελ λογοτεχνίας στο ενεργητικό του, μυθιστορήματα, θεατρικά ,φιλοσοφικές μελέτες, δημοσιογραφικές αποστολές. Δις παντρεμένος, με πολλές γυναίκες στο πλευρό του- αμετανόητος θαυμαστής του γυναικείου φύλου- και με μια μοναδική, διαρκή και ακριβή αγάπη, τη μητέρα του.
Στον «Πρώτο ‘Ανθρωπο» η εικόνα της μητέρας έρχεται και επανέρχεται από τη πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Σ’αυτή την καταβύθιση στον κόσμο της παιδικής του ηλικίας, στο κυνήγι της αναζήτησης του πρόωρα χαμένου πατέρα, είναι το πορτραίτο της μητέρας του που συμπληρώνεται συνεχώς με μικρές, διακριτικές, αλλά απολύτως διακριτές, ψηφίδες αγάπης.
«Σε σένα που δεν θα μπορέσεις ποτέ να διαβάσεις αυτό το βιβλίο» έγραφε και το εννοούσε μιας που η μητέρα του ήταν αγράμματη, όπως και σχεδόν κουφή κι ίσως γι αυτό να μην άκουγε, ίσως και να μην της ψιθύρισε ποτέ, τα λόγια τρυφερότητας που φυλάει μόνο γι’ αυτήν στα γραπτά του. Για αυτήν που το γλυκό της πονεμένο βλέμμα ένοιωθε να τον αγκαλιάζει κάθε φορά που γύριζε να τον δει.
Αυτό το σχεδόν βουβό πρόσωπο της παραδουλεύτρας στο επάγγελμα, χήρας του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου, που γεννήθηκε έζησε και πέθανε στο ίδιο μέρος, της σιωπηλής και κλεισμένης στο δικό της κόσμο, λάτρεψε ο γιός της με μια λατρεία αγνή και άδολη.
Αυτήν την απούσα εν τη παρουσία της μητέρα που «δεν ανήκε πια σ’αυτό τον κόσμο και στη χυδαιότητα των ημερών» την σιωπηλή και αθόρυβη, περιγράφει στα γραπτά του, παρατηρεί, αναρωτιέται, ψυχανεμίζεται, συντηρεί οικονομικά όταν κατοικεί στη Γαλλία, επιστρέφει, επισκέπτεται και υποκλίνεται στο μεγαλείο της απλότητάς της ο γιός της.