Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Ροσάλντε» του Έρμαν Έσσε
– Εδώ και πολύ καιρό, είχε ανακαλύψει ότι τα ομορφότερα και πιο ενδιαφέροντα πράγματα είναι εκείνα που δεν μπορείς να τα μάθεις ή να τα εξηγήσεις.
– Ήταν κάπως ψηλότερη απ’ αυτόν, δυνατή και γερή μα δίχως φρεσκάδα, και μ’ όλο που είχε πάψει ν’ αγαπά τον άντρα της, εξακολουθούσε να θεωρεί την απώλεια της στοργής του σαν μια θλιβερά ακατανόητη δυστυχία που δεν την άξιζε.
– Όποτε βρισκόμουν μαζί της, ήταν συνεσταλμένη, υποχωρητική και σιωπηλή, στα ξεσπάσματά μου, είτε θυμού είτε χαράς, απαντούσε με την ίδια αταραξία κι όποτε βρισκόμουν μακριά της, καθότανε μονάχη της παίζοντας πιάνο κι αναπολώντας τα παιδικά, κοριτσίστικα χρόνια της. Η κατάληξη ήταν να οδηγηθώ απ’ το κακό στο χειρότερο και στο τέλος δεν είχα τίποτε περισσότερο να δώσω, τίποτε περισσότερο να πω. Εργαζόμουν όλο και πιο σκληρά κι έμαθα σιγά σιγά να βρίσκω καταφύγιο στη δουλειά μου.
– Ο χαρακτήρας μου, όμως, δεν ήταν τόσο ελαστικός όσο νόμιζα. Πολλές φορές ερωτεύτηκα νέα και όμορφα κορίτσια, αλλά εκείνο που αισθανόμουν ήταν κάτι σαν μελαγχολική ζήλια. Ποτέ κάτι βαθύτερο. Κι ήρθε μια στιγμή που κατάλαβα πως δε θα ξανάβρισκα ποτέ έναν έρωτα που θα μπορούσα να του δοθώ όπως έκανα με τη ζωγραφική μου.
– Επιτέλους! Ας υποθέσουμε πως είχες κάποιο άσχημο απόστημα που σε πόναγε πολύ και σ’ έκανε να ντρέπεσαι. Τώρα εγώ το ξέρω κι εσύ αισθάνεσαι καλύτερα επειδή δεν υπάρχει πια λόγος να το κρύβεις. Αυτό, όμως, δεν αρκεί. Πρέπει να δούμε αν μπορούμε ν’ ανοίξουμε το απόστημα και να το γιατρέψουμε.
– …είσαι πιασμένος σ’ ένα δίχτυ συμβιβασμών, θυσιών και αξιοθρήνητων τεχνασμάτων, που το μόνο που κατορθώνουν είναι να πνίγουν έναν άνθρωπο σαν εσένα.
– Όταν εσύ μου λες ένα πράγμα και τα μάτια μου μου λένε άλλο, πιστεύω στα μάτια μου και μπορώ να δω πόσο άσκημα είσαι. Το έργο σου σε βοηθά να συνεχίζεις, μα πρόκειται περισσότερο για αναισθητικό παρά για απόλαυση. Σπαταλάς την εξαίρετη ενεργητικότητά σου στην αυταπάρνηση και σε ασήμαντες καθημερινές προστριβές. Δεν είσαι ευτυχισμένος. Στην καλύτερη περίπτωση, έχεις παραιτηθεί. Κι αυτό, αγόρι μου, δεν είναι αντάξιό σου.
–«Όποιος έχει μια ελπίδα, αυτός είν’ ευτυχισμένος! «
– Θα μπορούσα να τα ‘χω βγάλει πέρα χωρίς το κυάνιο και το κρασί, κι αυτό, αν βρισκόταν κάποιος να μου προσφέρει μια βοήθεια. Γιατί με άφησες να βουλιάξω τόσο πολύ, που να πρέπει να παρακαλάω αυτή τη στιγμή σαν ζητιάνος για λίγη επιείκεια;
– …το παιδί μεγαλώνει μ’ ένα πατέρα και με μια μητέρα που είναι ξένοι σχεδόν ο ένας προς τον άλλο, που ζηλεύουν πραγματικα ο ένας τον άλλο στο θέμα τούτο. Δεν ανατρέφεται απ’ το καλό παράδειγμα ενός ευτυχισμένου, υγιούς σπιτιού, ωριμάζει πρόωρα κι όταν θα μεγαλώσει θα γίνει απροσάρμοστο.
– Η ίδια ακριβώς μοναξιά που τον συντρόφευε χρόνια και χρόνια, μια μοναξιά που η μακρόχρονη συνήθειά της τον είχε σκληρύνει και σχεδόν αναισθητοποιήσει, όρμησε καταπάνω του σαν ένας παράξενος νέος εχθρός που κινιότανε μέσα του απ’ όλες τις μεριές να τονε πνίξει, ενώ συνάμα ένιωθε περισσότερο από ποτέ ξεκομμένος απ’ την οικογένειά του, ακόμα κι απ’ τον Πιερ. Δεν το ‘ξερε, μα ο λόγος ήταν πως είχε μιλήσει γι’αυτά τα πράγματα για πρώτη φορά.
– …ζούσε την αφύσικη μα συνεπή ζωή ενός ανθρώπου ο οποίος, έχοντας κλειστεί έξω απ’ τη δική του ελεύθερη βούληση, είχε χάσει το ενδιαφέρον του στη ζωή, μια ζωή που περισσότερο την υπέμενε παρά τη ζούσε. Η επίσκεψη του φίλου του είχε διαπεράσει το τοίχος του. Μέσ’ από χιλιάδες ρωγμές, ο ήχος και η λάμψη, το άρωμα και η αίσθηση της ζωής εισχορούσανε στο μοναχικό άντρα. Μια παλιά μαγγανεία έσπαζε και, καθώς αφυπνιζότανε, το κάλεσμα απέξω ηχούσε δυνατά και σχεδόν οδυνηρά μέσα στ’ αυτιά του.
– Η βαθιά μέσα του ισχυρή ύπνωση της παραίτησης είχε σπάσει και μέσ’ από τη ρωγμή ξεχύνονταν οι ασυνείδητες ενστικτικές δυνάμεις μιας δέσμιας από χρόνια και εξευτελισμένης ζωής.
– Τα σκυλιά και τα γατιά και άλλα προικισμένα ζώα έχουν ουρά. Οι ουρές τους, με τα χιλιάδες στολίδια τους, τους χαρίζουν μια υπέροχα, πλήρη γλώσσα αραβουργημάτων, όχι μόνο για ό,τι σκέφτονται και αισθάνονται και υποφέρουν, μα και για κάθε διάθεση και κραδασμό του είναι τους, για κάθε απειροελάχιστη διακύμανση στο συναισθηματικό τους τόνο. Εμείς δεν έχουμε ουρές, κι εφόσον οι πιο ζωντανοί από μας χρειαζόμαστε κάποια τέτοια μορφή έκφρασης, φτιάχνουμε μόνοι μας πινέλα και πιάνα και βιολιά…»
– Ήταν παράξενο και λυπητερό, μα όχι περισσότερο παράξενο και λυπητερό απ’ όλη την ανθρώπινη μοίρα: ο πειθαρχημένος τούτος καλλίτέχνης, που αντλούσε τη δύναμή του για το έργο του απ’ τη βαθύτατη αλήθεια κι από μια διαυγή και ασυμβίβαστη καλλιέργεια ο ίδιος τούτος άνθρωπος που μες στο ατελιέ του δεν υπήρχε θέση για παραξενιές και αβεβαιότητες, υπήρξε ένας ερασιτέχνης στη ζωή του, μια αποτυχία στην αναζήτηση της ευτυχίας του, κι αυτός, που δεν έστειλε ποτέ στον έξω κόσμο ούτε έναν αποτυχημένο πίνακά του, υπέφερε βαθιά κάτω απ’ το σκοτεινό βάρος αναρίθμητων άτυχων ημερών και χρόνων – άτυχες απόπειρες για αγάπη και ζωή.
Αυτό δεν το είχε συνειδητοποιήσει. Χρόνια ολόκληρα, δεν είχε νιώσει την ανάγκη να δει τη ζωή του καθαρά. Είχε υποφέρει και αντισταθεί στο μαρτύριο με ανταρσία και εγκαρτέρηση, αλλά μετά άφησε τα πράγματα να κυλήσουν, στράφηκε στον εαυτό του και αφοσιώθηκε στο έργο του. Με βλοσυρή εμμονή, είχε σχεδόν κατορθώσει να δώσει στην τέχνη του τον πλούτο, το βάθος και τη ζεστασιά που είχε χάσει η ζωή του. Και τώρα, ζωσμένος απο μοναξιά, ήταν θαρρείς σαν μαγεμένος, παγιδευμένος στον καλλιτεχνικό του σκοπό και την ασυμβίβαστη λειτουργία του, σταθερός και αποφασισμένος για να δει, ή να αναγνωρίσει, τη φτώχια μιας τέτοιας ζωής.
Αυτή ήταν η ζωή του ως προχτές, που τον συντάραξε η επίσκεψη του φίλου του. Από τότε, ο μοναχικός άντρας είχε ζήσει μ’ ένα προοαίσθημα κινδύνου και επικείμενης μοίρας, αγώνων και δοκιμασιών, όπου ολόκληρη η τέχνη του και τα χαρίσματά του δε θα μπορούσαν να τον σώσουν. Μέσα στην κατεστραμμένη ανθρωπιά του, αισθανόταν ότι ερχόταν καταιγίδα κι ότι του έλειπαν ρίζες και η εσωτερική δύναμη για να την αντέξει. Και μες στη μοναξιά του, αργά, συνήθιζε στην ιδέα ότι σύντομα θα ‘πρεπε να πιεί ως τον πάτο το ποτήρι του πόνου.
– Επιτέλους, είχε ανοίξει τα παλιά αποστήματα που φοβόταν τόσα χρόνια ν’ αγγίξει. Οδυνηρή εγχείριση, πάρα πολύ οδυνηρή, μα τώρα που είχε ορκιστεί ν’ απαρνηθεί τις αυταπάτες του, την ανησυχία του και το διχασμό του, μαζί τους καταλάγιαζε η σύγκρουση κι έσβηνε η παράλυση της ψυχής του. Φως επιτέλους τον κύκλωνε, ένα αμείλικτο, όμορφο και σκληρό εκτυφλωτικό φώς.
– Περπατώντας αργά στα υγρά δρομάκια, πάσχιζε να ακολουθήσει ένα ένα τα νήματα της ζωής του, που την απλή της ύφανση ποτέ πριν δεν την είχε δει τόσο καθαρά. Συνειδητοποίησε χωρίς πικρία πως είχε ακολουθήσει τυφλά όλους εκείνους τους δρόμους. Είδε καθαρά πως, παρ’ όλες τις απόπειρές του, παρ’ όλη τη λαχτάρα που δεν τον εγκατάλειψε ποτέ, είχε προσπεράσει την Εδέμ της ζωής. Ποτέ δεν είχε ζήσει, όσο τις τελευταίες τούτες μέρες, μια αγάπη ως τα άπατα βάθη της. Στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου παιδιού του είχε γνωρίσει, πολύ αργά όμως, τη μόνη αληθινή αγάπη του. Τότε ξεχάστηκε και υψώθηκε πάνω απ’ τον εαυτό του. Και τώρα αυτή θα ήταν η εμπειρία του, ο ασημαντος μικρός θησαυρός του, όσο καιρό θα ζούσε.
– Ανάσανε βαθιά το νοτισμένο αέρα του πάρκου με την πικρή μυρωδιά και σε κάθε βήμα του φαινόταν ότι έδιωχνε πίσω το παρελθόν, σαν κάποιον που, φτάνοντας πια στην ακτή, σπρώχνει μακριά του ένα αχρείαστο πια καρυδότσουφλο. Η ενόραση και η διεισδυτική του ματιά λειτουργούσαν χωρίς σταματημό. Γεμάτος πρόκληση και τολμηρό πάθος, ατένιζε μπροστά την καινούργια ζωή που αποδώ και μπρος, το ‘χε αποφασίσει, δε θα ‘ταν πια ένα ψηλάφισμα στα σκοτεινά ούτε μια αχνοφωτισμένη περιπλάνηση, αλλά μια τολμηρή, κατακόρυφη αναρρίχηση. Πολύ πιο αργά, κι ίσως οδυνηρότερα από τους περισσότερους ανθρώπους, είχε απαλλαγεί απ’ το γλυκό λυκόφως της νιότης. Τώρα στεκόταν ενδεής και άπλερος μέσα στο άπλετο φως, κι από το φως αυτό είχε αποφασίσει να μη χάσει ποτέ ξανά ούτε μια πολύτιμη ώρα.
Σχολιάστε