ΕΥΘΑΝΑΣΙΑ
Όταv στέρξει ο καιρός κι’ ύπνος τυφλός με πάρει,
ο ύπνος αυτός που ο Θάνατος τον νανουρίζει,
το άτονό σου φτερό, γλυκά, τότε, ας ριπίζει,
λήθη πάνω απ’ τo επιθανάτιο μου κλινάρι.
Φίλους μου που να κλαιν δε θέλω εκεί, κι ακόμη
το θάνατο μου αυτούς που λαχταρούνε:
μήτε γυναίκες που μ’ ευπρέπεια θα θρηνούνε
ή θα υποκρίνονται, με ξέπλεγη την κόμη.
Μ’ αφήστε με, στη γή να γείρω με γαλήνη,
δίχως η θλίψη κανενός να μ’ ενοχλήσει:
φίλου καρδιά δεν θά ‘θελα να πλημμυρίσει
φόβος, κι άσκημη της χαράς η ώρα να γίνει. Συνεχίστε την ανάγνωση