Δυναμική ψυχογλωσσική προσέγγιση θεμελιωδών λέξεων και των εννοιών τους

photo by EvAr

 

ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΨΥΧΟΓΛΩΣΣΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΤΟΥΣ

Πρόκειται για τις λέξεις εκείνες (αφηρημένες) οι οποίες σηματοδοτούν τα ˝βασικά πιστεύω˝ του ανθρώπου. Αυτά τα οποία έχουν να κάνουν με τον ˝άνθρωπο φιλόσοφο˝ και τον άνθρωπο ˝κοινωνικό όν˝, χαρακτηριστικά της ώριμης περιόδου της ζωής του.

Θα τις χωρίσουμε σε δύο ομάδες.

Στην πρώτη είναι εκείνες οι οποίες έχουν να κάνουν με την συμπεριφορά του ανθρώπου. Στη θεολογία και φιλοσοφία ονομάζονται ˝αρετές˝. Στη δεύτερη ομάδα είναι έννοιες τις οποίες η θεολογία τις ονομάζει ˝χαρίσματα˝, ˝δωρεές˝ και ο λαός ˝τάλαντο˝, ˝ταλέντο˝. Κατά τη θρησκευτική πίστη, η άσκηση για την κατάκτηση των αρετών και η πραγμάτωσή τους, επαυξάνει και πολλαπλασιάζει τα χαρίσματα. Γενικά η διαχωριστική μεταξύ τους γραμμή, δεν είναι εύκολη και απαιτείται μεγάλη διακριτική ικανότητα που και για την ίδια τη διάκριση είναι δύσκολος ο προσδιορισμός μέχρι πιο βαθμό είναι αρετή και σε ποιο βαθμό χάρισμα. Πριν όμως προχωρήσουμε στην περιληπτική ανάλυση των πιο βασικών όρων κρίνουμε και πάλι απαραίτητη τη γενική επισήμανση ότι το κακό μ’ εμάς τους ανθρώπους είναι, ότι μέσα στη γενική μηχανικότητα της ζωής μας, σε ότι αφορά στον τομέα της λεξικοινωνίας, οι ˝αφηρημένες˝ λέξεις-οι οποίες κυρίως όπως είπαμε μας χαρακτηρίζουν ως ανθρώπους- καταγράφονται και χρησιμοποιούνται μηχανικά δηλαδή ασυνείδητα. Η εξήγηση είναι απλή. Προσέξτε πως μαθαίνει-πιο σωστά πως εμείς διδάσκουμε-τη γλώσσα στο μικρό παιδί. Πέρα από το ότι για πολλά χρόνια δεν το φέρνουμε σε επαφή με ˝αφηρημένες˝ λέξεις, ακόμη και για τις συγκεκριμένες χρησιμοποιούμε κραυγές και συλλαβές ως ηχοποίητες λέξεις (μπού-μπού, τσί-τσί, πά-πά, ατα, τάτα κ.λ.π). Ευτυχώς οι συγκεκριμένες λέξεις είναι σήματα αντικειμενικών σημαινομένων κι έτσι έχει συνήθως τη δύναμη να συνδέσει τη λέξη (σήμα του σήματος) με πάρα πολλές αισθητηριακές πληροφορίες. Βλέπει π.χ. το τηλέφωνο, ακούει το κουδούνισμα του, βλέπει και ακούει τη μαμά να μιλάει στο μπαμπά, μιλάει και το ίδιο κι έτσι γνωρίζει τελικά τι σημαίνει η λέξη τηλέφωνο.

Πότε όμως και πως έρχεται σε επαφή με την Ταπεινοφροσύνη, την Υπομονή, την Υπακοή, την Ελευθερία, την Πίστη, τον Έρωτα, την Αγάπη; Εδώ έχουμε συναισθήματα, βιώματα και η ορθή μάθηση συνίσταται στο να εκφωνήσει τη λέξη ο γονιός, ο διδάσκαλος γενικά, όταν ο ίδιος ή ακόμη καλύτερα το παιδί, βρίσκεται υπό το κράτος του βιώματος. Τότε συνδέεται το βίωμα με τη λέξη και το αφηρημένο γίνεται συγκεκριμένο. Η σύνδεση είναι ορθή και πλήρης. Πόση όμως γνώση, πόση εμπειρία και ετοιμότητα, πόσος κόπος απαιτείται γι’ αυτό; Ένα και μόνο απαιτείται, όπως θα δούμε αναλυτικά πιο κάτω, χωρίς φυσικά να λέμε ότι είναι και ευχερές. Απαιτείται η δύναμη που λέγεται Αγάπη!

Αλλά ας αρχίσουμε την ανάλυση των λέξεων-όρων της πρώτης ομάδας.

Ταπεινοφροσύνη: Πόσοι από τους χρήστες της λέξεως τη χρησιμοποιούν έχοντας γνώση των συνθετικών της, δηλαδή του ταπεινού-χαμηλού φρονήματος, ώστε να είναι σε θέση ταυτόχρονα να συνειδητοποιούν το δίπολο που αποτελεί με την υψηλοφροσύνη; Πως είναι δυνατόν αν υπήρχε αυτή η συνειδητοποίηση, να τους ακούμε να κατακρίνουν μεν την υψηλοφροσύνη, την υπερηφάνεια, την αλαζονεία, αλλά να μην τιμούν την ταπεινοφροσύνη, θεωρώντας την αδυναμία και όχι δύναμη; Πόσοι μπορούν να είναι βέβαιοι ότι ο πτωχός στο πνεύμα δεν είναι ο διανοητικά καθυστερημένος, αλλά ο σοφός Σωκράτης όταν φωνάζει ˝έν οίδα ότι ουδέν οίδα˝ που μαζί με το ˝γηράσκω αεί διδασκόμενος˝ καθορίζουν το πρότυπο του τέλειου μαθητή; Δεν μπορεί καν να θεωρηθεί μαθητής σε οτιδήποτε, πολύ περισσότερο στην παιδεία του ˝γνώθι σαυτόν˝, όποιος δεν διαθέτει ταπεινό φρόνημα ή δεν διδαχθεί και ασκηθεί πάνω σ’ αυτό. Γι’ αυτό και λέγεται ότι η ταπεινοφροσύνη είναι η ˝μητέρα˝ (προϋπόθεση), για την κατάκτηση όλων των αρετών, αφού με αυτή και μόνο μπορεί να ηττηθεί ο μέγιστος αντίπαλος του ανθρώπου στη μάχη για το ˝γνώθι σαυτόν˝ που είναι ο εγωϊσμός.

Υπακοή: Αποτελεί το πρώτο αποτέλεσμα της προηγούμενης αρετής. Όμως κι εδώ το ίδιο λάθος. Αυτός ο οποίος δεν γνωρίζει τη δυναμική της λεξικοινωνίας με τον εαυτό του και τους άλλους, συγχέει την υπακοή με την υποταγή και την υποτέλεια. Έτσι μια αρετή υποτιμάται σε κακία. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι υπακούω, σ’ αυτόν που εγώ αναγνώρισα και επέλεξα να με κυβερνά, ενώ είμαι υποτελής και υποταγμένος, σ’ αυτόν που δια της βίας με υπέταξε. (Βλέπε ότι η υπηκοότητα αποτελεί πλεονέκτημα, όχι μειονέκτημα)

Υπομονή: Πόσοι γνωρίζουμε ότι πρόκειται για το βίωμα ψυχικής ομοιόστασης σε δύσκολες καταστάσεις, άρα είναι βίωμα ιδιαίτερα ευχάριστο; Δεν είναι απαραίτητο το βίωμα αυτό να έχει εξωτερική έκφραση, αλλά όταν έχει, αυτή είναι πάντα συμπεριφορά πραότητας (αυθεντική) και όχι καταπιεσμένης επιθετικότητας.

Αυτό είναι και το κομβικό σημείο διάκρισης.

Όταν δηλαδή διαταράσσεται η εσωτερική μας ομοιόσταση, τότε έστω κι αν η (εξωτερική) συμπεριφορά μας είναι αυτή της πραότητας, το βίωμα δεν έχει καμία σχέση με αυτό της υπομονής, αλλά αυτό της καταπιεσμένης επιθετικότητας, που είναι άκρως δυσάρεστη.

Να λοιπόν γιατί είναι μεγάλο λάθος να νομίζουμε ως υπομονή την καταπιεσμένη επιθετικότητα.

Μπορεί η καταπίεση της επιθετικότητας να αποτελεί μέσο για την κατάκτηση της υπομονής, αλλά προς Θεού, δεν πρέπει να την έχουμε ως στόχο. Διότι αν παραταθεί χρονικά η καταπίεση της επιθετικότητας, θα έχουμε εξαιρετικά δυσάρεστα επακόλουθα στην ψυχοσωματική μας υπόσταση. Ενώ η υπομονή όχι μόνο δεν μας βλάπτει αλλά μας θωρακίζει ψυχοσωματικά.

Καταλαβαίνετε τώρα πόσο λάθος είναι η σχέση με τον εαυτό μας όταν λέμε: ″…έσφιξα τα δόντια μου και δεν μίλησα, κάνοντας υπομονή″. Αν αυτή τη γνωσία έχουμε για την υπομονή, τότε τι στόχο είναι δυνατόν να βάλουμε για την κατάκτησή της; Κανένα!

Διότι πιστεύουμε πως καταπιεζόμενοι, υπομένουμε.

Πόση πλάνη, πόση απογοήτευση αλήθεια, αν σφίγγοντας γερά ένα σακούλι με χρυσάφι, ξυπνήσουμε και αντιληφθούμε ότι σφίγγουμε το σεντόνι μας.

Αφού λοιπόν αναφερθήκαμε στις τρεις θεμελιώδεις αρετές-από τις πολλές που κατά καιρούς διακρίθηκαν και περιγράφηκαν-ας περάσουμε στα χαρίσματα.

Ενόραση, διόραση, διαλογισμός: Άραγε γνωρίζουμε να διακρίνουμε τις έννοιες αυτών των όρων; Σήμερα μάλιστα που υπό την επήρεια του Ινδουισμού-Βουδισμού, ο όρος διαλογισμός είναι της μόδας; Διότι χωρίς ενόραση και διόραση, ο διαλογισμός καταντά λεκτικός μηρυκασμός χωρίς νόημα.

Ενόραση σημαίνει ικανότητα για σαφή νοητική αντίληψη (όραση-θέαση) ιδεών-πληροφοριών, που βρίσκονται εντός μου και διόραση το ίδιο, αλλά από την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή από τον περιβάλλοντα χώρο μέσω των αισθητηρίων μου, αλλά και έξω-αισθητηριακά (νοητικά), τόσο από τον αισθητό όσο και από τον νοητό κόσμο.

Έτσι, ο διαλογισμός συνίσταται στην επεξεργασία και αλληλοσυσχέτιση αυτών των δεδομένων και την εξαγωγή συμπερασμάτων, για την επίτευξη-σε ότι αφορά στον διαλογιζόμενο-, της αρμονικής ενώσεώς του με το συμπαντικό δίκτυο στο οποίο είναι ενταγμένος.

Διάκριση: Θα σας βοηθήσει να αντιληφθείτε την έννοια του όρου αν ανατρέξετε στον δείκτη διακριτικής ικανότητας των φακών (μικροσκοπίων, τηλεσκοπίων κ.λ.π). Πόσο μπορεί δύο κοντινά σημεία να διακριθούν ως δύο και όχι ως ένα.

Όπως αναφερθήκαμε και αλλού η κτίση, άρα και ο άνθρωπος, διέπονται από το νόμο της σχετικότητας.

Κι αυτό διότι τα πάντα κινούνται (πάντα ρεί, ουδέν μένει). Ο άνθρωπος σε κάθε περίπτωση καλείται να κάνει μία συγκεκριμένη κάθετη τομή, στο οριζόντιο ευρύ φάσμα της σχετικότητας και να αποφανθεί.

Όσο λοιπόν αγωνίζεται προς την κατεύθυνση της ορθής τομής τόσο προικίζεται με το χάρισμα της διάκρισης και οι τομές του πλησιάζουν όλο και περισσότερο την Αλήθεια και τότε διαπιστώνει ότι η άριστη τομή είναι αυτή που προσδιορίζει το μέτρο.

Τη διάκριση μπορούμε να την κατανοήσουμε ως τη γέφυρα που ενώνει τις αρετές με τα χαρίσματα. Δεν θα πρέπει όμως αρετές και χαρίσματα να τα στεγανοποιούμε, αλλά να τα εννοούμε ως βαθμίδες της ίδιας κλίμακας που μας ανεβάζει στη θέωση.

Την Διάκριση και την Αλήθεια, τις συνδέει η Δικαιοσύνη δια της οποίας επιτελούνται τα έργα της Αγάπης.

Ελπίδα: Είναι μία από τις τρεις λέξεις, με τις οποίες ο Απόστολος Παύλος τελειώνει τον υπέροχο ύμνο του για την Αγάπη.

″Πίστις, Ελπίς, Αγάπη. Μείζων δε τούτων η Αγάπη″.

Εδώ νομίζουμε ότι πρέπει να κάνουμε μια επισήμανση ως προς τη σειρά διατύπωσης. Το ότι την τρίτη κατά σειρά λέξη, την Αγάπη την θεωρεί κορωνίδα, μας δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι ιεραρχικά θέτει την Ελπίδα, στην πιο πάνω βαθμίδα από την Πίστη. Εάν η υπόθεση μας είναι ακριβής, τότε δεν συμφωνούμε για τους εξής λόγους: η γενική έννοια της ελπίδας χαρακτηρίζεται από δύο μεταβλητές· την ευχή και την αποδοχή της σχετικότητας. Ελπίζω, σημαίνει εύχομαι και προσδοκώ την ευόδωση του στόχου μου (του ελπιζομένου), έχοντας γνώσεις και επιφυλάξεις ως προς το τελικό αποτέλεσμα. Αν θέλετε με άλλη διατύπωση, λειτουργώ υπό τον νόμο των πιθανοτήτων, μολονότι πράγματι η ζυγαριά μου φαίνεται να γέρνει προς την πλευρά του ευκταίου αποτελέσματος. Όμως για εμάς, πίστη-όπως αμέσως παρακάτω εκθέτουμε-σημαίνει την ύπαρξη βεβαιότητας η οποία απορρέει από την επίγνωση, δηλαδή γνώση που επισφραγίζεται θυμικά-βιωματικά. Συνεπώς η πίστη δεν έχει καμμία σχέση με οποιοδήποτε θυμικό και νοητικό βίωμα μπορεί να έχει ο οπαδός, ο οποίος εξ ορισμού αγνοεί τις προθέσεις και τους πραγματικούς στόχους του οποιουδήποτε αρχηγού του.

Πίστη όμως, έχει ο μαθητής όταν κατακτά την επίγνωση. Γι’ αυτό καλό είναι να αποφεύγουμε τις φράσεις που δηλώνουν διαβαθμίσεις της πίστεως κι ας κρατάμε τη λέξη Πίστη, μόνο για την περίπτωση της (απόλυτης) βεβαιότητας, απαλλαγμένης όμως κάθε ίχνους εγωϊσμού έως και φανατισμού.

Τότε μόνο πρόκειται πραγματικά για πίστη η οποία κατά τον Χριστό μπορεί να μετακινήσει βουνά.

Για τις διαβαθμίσεις που υπάρχουν στη διεργασία της επιγνώσεως ας χρησιμοποιούμε αυτές της ελπίδας.

Να λοιπόν γιατί η κλιμάκωση την οποία προτείνω είναι:

Ελπίς, Πίστις, Αγάπη. Έτσι θα πρέπει να υπαγορεύτηκε και από τον Παύλο και να «ξέφυγε» στην καταγραφή, αφού ο ίδιος στην προς Εβραίους επιστολή του (11:1) (← Κάντε κλίκ στον προηγούμενο σύνδεσμο για να δείτε το απόσπασμα της ευαγγελικής περικοπής), γράφει: έστι δε Πίστις, ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ού βλεπομένων.

Ο υπέροχα λιτός αυτός ορισμός της Πίστεως, μας λέει ακριβώς, ότι αυτή είναι πάνω από την ελπίδα· είναι η υποστασιοποίησή της. Ελπίδα δηλαδή, η οποία έλαβε σάρκα και οστά. Για τον όντως πιστό, αποτελεί πραγματικότητα, η οποία ελέγχεται ως τέτοια κι όταν ακόμη δεν γίνεται αντιληπτή με τα αισθητήρια, διότι πρόκειται για εξωαισθητηριακή-νοητική πραγματικότητα. Και για να μην παρεξηγηθούμε ως θρησκευτικά καθηλωμένοι, διευκρινίζουμε ότι πιστοί (βέβαιοι), είναι οι επιστήμονες για την ύπαρξη ″μαύρων τρυπών″ μολονότι κανείς ούτε οι ίδιοι έως κάποια στιγμή τις είδαν, όπως με πίστη μάχονταν ο Αϊνστάιν για να πείσει τους συναδέλφους του να αποδεχθούν τη θεωρία του περί σχετικότητας.

Για την ύπαρξη της πίστεως λοιπόν, απαιτείται συνεισφορά της έλλογης και της θυμικής ψυχικής υποστάσεως του ανθρώπου, βάσει της οποίας οδηγείται στην επιτέλεση των ανάλογων πράξεων, οι οποίες όπως προείπαμε θα είναι δια της Δικαιοσύνης-(Διακρίσεως), πράξεις Αγάπης. Ας μη συγχέουμε λοιπόν την υποβολιμότητα, την εξάρτηση, την ευχή, την προσδοκία, την ελπίδα, ακόμη και την εμπιστοσύνη με την πίστη, η οποία είναι βεβαιότητα εξ επιγνώσεως.

Έτσι και εμπειρικά έχουμε κάθε δικαίωμα να αμφιβάλλουμε για την ορθή πληροφόρηση μέσω των αισθητηρίων μας (για όσα είδαμε και ακούσαμε), αλλά όχι για όσα εξωαισθητηριακά πιστεύσαμε, αφού πρόκειται για έλεγχο πραγμάτων, ού βλεπομένων. Είναι δηλαδή η πιο καθαρή και ακριβής αντίληψη. Καταλαβαίνετε λοιπόν πόσο λάθος είμαστε όταν ονομάζουμε ″πιστό″ τον κάθε είδους ″φανατικό″ (φράσεις όπως ″πίστευε με φανατισμό″), αφού αυτό που διακρίνει τον φανατικό από τον πιστό, είναι η έλλειψη επιγνώσεως, ενώ τον χαρακτηρίζει μια γενική και αόριστη, επιφανειακή γνώση τού αντικειμένου της ″πίστεως″ του (δηλαδή του φανατισμού του).

Μέχρις εδώ, τόσο για την πρώτη ομάδα των αφηρημένων λέξεων οι οποίες σημαίνουν αρετές, όσο και των χαρισμάτων της δεύτερης ομάδας, η γνώση και η γλώσσα, μας βοήθησαν σημαντικά. Βέβαια κατά την ζωντανή επικοινωνία, ο διδάσκαλος μπορεί να χρησιμοποιήσει τη δυνατότητα ώστε να συνδέσει το βίωμα του μαθητού με τη λέξη-όρο κι έτσι το αποτέλεσμα να αγγίξει το ιδανικό. Εδώ όμως στη γραπτή επικοινωνία μας, για τα υψηλότερα χαρίσματα που θα μας απασχολήσουν παρακάτω, θα διαπιστώσουμε ότι η γνώση αποδεικνύεται λίγη και ιδιαίτερα αδύναμη η γλώσσα (Λεξικοινωνία). Γι’ αυτό είναι απαραίτητη πλέον η βαθειά και πλατιά πείρα, αφού ο διδάσκαλος ανέρχεται πλέον στο επίπεδο του μύστη. Ο μυούμενος (μυσταγωγούμενος) τίθεται υπό συνθήκες-έχοντας βέβαια όλες τις προηγούμενες γνώσεις κι εμπειρίες-ώστε να υπερεμπειραθεί (γνώση+βίωμα με έντονη συναισθηματική φόρτιση) και να κατακτήσει την επίγνωση. Η επίγνωση αυτή λεκτικοποιείται βέβαια, αλλά στην πράξη αποδεικνύεται ότι η ορολογία αυτή αποτελεί επικοινωνιακό μέσο για προσωπική χρήση ή μεταξύ των μυημένων προσώπων.

Παρ’ ότι λοιπόν οι όροι είναι ίδιοι, οι έννοιες και τα βιώματα μπορεί να είναι τελείως διαφορετικά. Παρά τις δυσχέρειες όμως θα προσπαθήσουμε.

Ελευθερία: Πόση σύγχυση κι εδώ, αφού υπάρχουν τόσες ″ελευθερίες″ ! Αλλά πώς να είναι διαφορετικά, όταν η πραγματικότητα μας φέρνει σε συνάφεια με τις επιμέρους, τις ″σχετικές″ ελευθερίες, δίδοντάς μας κάποιες γνώσεις και εμπειρίες αλλά η παιδεία ουδέποτε μας έδωσε μια επιφανειακή γνώση της ″αντικειμενικής″ της ″απόλυτης″ ελευθερίας; Πως είναι δυνατόν να μην επέλθει σύγχυση με την κάλυψη του Όλου από το επιμέρους σχετικό; Έτσι, το παιδί νιώθει ανελεύθερο επειδή έχει γονείς που του βάζουν όρια, το ίδιο και ο μαθητής γιατί έχει διδασκάλους και ο πολίτης επειδή έχει νόμους. Θα παρατηρούνται δε τα παράδοξα φαινόμενα, φυλακισμένοι να νιώθουν ″ελεύθεροι″ και απελεύθεροι να παρακαλούν ώστε να παραμένουν ″δούλοι″ .

Όλα αυτά εξηγούνται αν κατανοήσουμε και βιώσουμε την πραγματική ″ελευθερία″ η οποία είναι μία και μόνη: Η συνειδητή η εν επιγνώσει-αφοβία. ″Ο μη φοβούμενος, ελεύθερος εστί ″ όπως μας τονίζει ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Το ″συνειδητή″ έχει να κάνει με τη γνώση της Αλήθειας. Ο ίδιος ευαγγελιστής μας λέει: ″και γνώσεσθε την Αλήθειαν και η Αλήθεια ελευθερώσει υμάς″.

Σε παρακάτω κεφάλαιο θα δούμε πρακτικά τα αίτια του φόβου ο οποίος αποστερεί την ελευθερία, η οποία προέρχεται από την Αλήθεια.

Αλήθεια: Όταν ο Χριστός έδωσε στον Πιλάτο τη μαρτυρία ότι ″Εγώ ειμί η Οδός και η Αλήθεια και η Ζωή″, εκείνος ανασήκωσε τους ώμους ειρωνικά και απομακρύνθηκε λέγοντας ″και τι είναι Αλήθεια″. Πραγματικά λοιπόν όταν το όνομα Αλήθεια αφορά στο βίωμα της ιδεατής εσχατιάς του Λόγου ως αιτίου της ύπαρξης του παντός, άρα και στον ίδιο τον Θεό, δεν είναι δυνατό να βιωθεί ή έστω να εννοηθεί άρα και ούτε να ονοματιστεί.

Σ’ ένα χαμηλότερο όμως επίπεδο αισθητηριακό-νοητικό (διαλογισμικό) μας αποκαλύπτεται ως πυρήνας της ουσίας του κάθε όντος, ως σφραγίδα θα λέγαμε, του Θεού στο κάθε όν. Σ’ αυτό το επίπεδο θα μπορούσε να συσχετιστεί με το ψεύδος, δηλαδή την άρνηση του λόγου-αιτίου για την ύπαρξη των όντων.

Συνιστούμε λοιπόν να είμαστε προσεκτικοί στη χρήση των λέξεων ″Αλήθεια-Ψεύδος″, διότι η Αλήθεια απέχει πάρα πολύ και μπορεί να είναι τελείως διαφορετική από τα φαινόμενα, τα οποία οπωσδήποτε αποτελούν την πραγματικότητα, όταν βέβαια τα αισθητήρια και η αντίληψή μας λειτουργούν ορθά. Παράδειγμα: αν πω ότι είδα χθες βράδυ τον Γιάννη στο τάδε σημείο-χωρίς να συνέβη κάτι τέτοιο-, δύο αίτια μπορεί να υπάρχουν∙ ή πρόκειται για πλάνη των αισθητηρίων μου, ή αν γνωρίζω ότι το λέω χωρίς πραγματικά να έχω δει τον Γιάννη, είμαι υστερόβουλος προς επίτευξη συγκεκριμένου στόχου.

Επίσης, ας φέρουμε στο μυαλό μας την προηγούμενη σκηνή του Χριστού με τον Πιλάτο κι ας σκεφθούμε πόση γνώση αποκτήθηκε δύο χιλιάδες χρόνια μετά, όταν ακούμε στα δικαστήρια να μας ορκίζουν για να πούμε την αλήθεια και μόνο την αλήθεια και φυσικά εννοούν το γεγονός όπως έγινε αντιληπτό από εμάς;

Αλλά ακόμη και η τελική απόφαση του δικαστηρίου, δεν έχει να κάνει με την Αλήθεια, αλλά στην καλύτερη των περιπτώσεων μιλάει για την ″αντικειμενικότητα των γεγονότων″.

Ειρήνη: Είναι ο συχνότερος χαιρετισμός ως προσφορά χάριτος του Χριστού στους μαθητές του μετά την Ανάστασή του. ˝Ειρήνη ημίν˝ . Για ποια ειρήνη μιλάει; Πιστεύω για την Ειρήνη η οποία είναι εξωτερίκευση της Ελευθερίας του ανθρώπου κατά την επιτέλεση των πράξεών του. Όταν υπάρχει το (εσωτερικό) βίωμα-όπως είπαμε-της Ελευθερίας, οι δράσεις του ελεύθερου, οι πράξεις, τα έργα του, κατά τη λειτουργία των σχέσεων του με τον εαυτό και τους άλλους, χαρακτηρίζονται από Ειρήνη. Η Ειρήνη αποτελεί οπωσδήποτε την επόμενη βαθμίδα της Ελευθερίας στην κλίμακα της τελειοποιήσεως, αλλά το κύριο χαρακτηριστικό τους, είναι η αλληλουχία-η κατ’ αμοιβαιότητα συνοχή τους-στη διεργασία αυτή. Δηλαδή η κατάκτηση ενός βαθμού Ελευθερίας-αφοβίας, βοηθάει στην κατάκτηση της αντίστοιχης Eιρηνικής συμπεριφοράς και οδηγεί σε μια υψηλότερου βαθμού Ελευθερία κ.ο.κ

Ο μεγαλύτερος κόπος δεν απαιτείται για την εμβίωση της Ελευθερίας, αλλά για την εκδήλωση της Ειρήνης, διότι αυτή προϋποθέτει την απαλλαγή από κάθε μαθημένη φοβική συμπεριφορά. Δεν μας είναι δηλαδή τόσο δύσκολο να αισθανθούμε ότι δεν μας χρειάζονται τα υπάρχοντά μας, αλλά το να τα ˝διαμοιράσουμε στους φτωχούς˝.

Τον συνδυασμό Ελευθερίας-Ειρήνης, τον βρίσκουμε να διατυπώνεται και με τον όρο Απάθεια, κυρίως στην πατερική-ασκητική γραμματεία καθώς και στη φιλοσοφία των Κυνικών και Στωϊκών. Ανυπαρξία δηλαδή πάθους και οποιασδήποτε κινήσεως, η οποία απορρέει από αυτό.

ΑΓΑΠΗ: Η ύψιστη Ιδέα, το μέγιστο Νόημα, η πλατύτερη και βαθύτερη λέξη με την οποία και μόνο, ο Ιωάννης ο Ευαγγελιστής ˝όρισε˝ τον Θεό, ˝Ο Θεός αγάπη εστί˝. Γι’ αυτό αποτελεί την κορωνίδα της ολοκλήρωσης όλων των Αρετών και των Χαρισμάτων. Εδώ όμως θα ρίξουμε μια γρήγορη ματιά από δυναμική ψυχογλωσσική σκοπιά, διότι για την Αγάπη θα μιλήσουμε όσο περισσότερο μπορούμε στα παρακάτω κεφάλαια αφού αποτελεί το πραγματικό νόημα της Ζωής μας.

Πόση θλίψη γεμίζει την ψυχή μας, όταν από την πρώτη ματιά σε έγκυρα λεξικά διαπιστώνουμε την πληροφοριακή ένδειά τους, αλλά ακόμη και τη λανθασμένη πληροφόρηση.

Όσο για τη βοήθειά τους στη διάκριση εννοιών και μάλιστα παραπλήσιων, οι οποίες και μόνο, διευρίνουν τους ορίζοντες της επικοινωνίας τόσο με τον εαυτό όσο και με τους άλλους, αν είμαστε ρεαλιστές ας το επιτρέψουμε μόνο στα τολμηρά όνειρά μας για το μέλλον. Γι’ αυτό η αναζήτηση των λημμάτων, πολύ συχνά αντί να μας διαφωτίσει, μας οδηγεί σε δι-λήμματα, τρι-λήμματα ή ακόμη και σε λύματα. Κι αν σας φαίνεται σκληρή η κριτική μας ας το δούμε έμπρακτα στην έννοια της λέξεως Αγάπη που μας απασχολεί μέσω των λεξικών. Η ρίζα της είναι άδηλη. Η έννοια; Προσέξτε!

1. Η φιλική προς κάποιον διάθεση: Να ο κίνδυνος από τα επιθετικοποιημένα-ή μήπως επιθετοποιημένα-ουσιαστικά (επιτίθεμαι η κοινή ρίζα) που προείπαμε, αφού έτσι ταυτίζεται η Αγάπη με την Φιλία και επιπλέον θα πρέπει τώρα να ορίσουμε την Φιλία και τι πιο εύκολο να την πούμε, αγαπητική διάθεση προς κάποιον. Είναι ο ˝χρυσός˝ ρομποτικός κανόνας των λεξικογράφων ανα τον κόσμο.

2. Ιδίως αδελφική αγάπη: Ισχύει ότι και παραπάνω, αλλά εδώ παρατηρούμε το εξωφρενικό, να βρίσκουμε μέσα στον ορισμό την ίδια λέξη, την οποία καλούμεθα να ορίσουμε. Επιπλέον αν θελήσουμε να εμβαθύνουμε στην ουσία αυτού του ορισμού, πρέπει να πούμε αυτό που κάθε ψυχολόγος-ψυχοθεραπευτής γνωρίζει, ότι δηλαδή η αδελφική αγάπη-όπως την εννοούν ως απότοκο της συγγένειας εξ αίματος-είναι ένας μύθος. Διότι ο Άβελ και ο Κάιν, συνεχίζουν να ζουν στις ψυχές όλων των αδελφών. Αυτό είναι εύκολο να το δουν όλοι οι γονείς στα παιδιά τους, αρκεί να μην κλείνουν από φόβο τα μάτια. Αυτό που ονομάζουν ˝αδελφική αγάπη˝ δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μεταγενέστερη εκδήλωση, κυρίως διανοητική-συμφεροντολογικής διεργασίας- απότοκος οικογενειακών και κοινωνικών επιταγών.

3. Το ζωηρό ενδιαφέρον για κάποιον ή κάτι-ο έρωτας-το αντικείμενο του έρωτα: Δεν μπορούμε να μην επαναλάβουμε το παράδειγμα-προς αποφυγή-της διαφήμισης και από τηλεοράσεως κατά τη δεκαετία του 1980 (του πανικού από το A.I.D.S), όπου η ηθοποιός επιδεικνύοντας ένα προφυλακτικό έλεγε: ˝Γιατί κι εγώ αγαπώ τον έρωτα όπως κι εσείς˝.

Το μήνυμα λοιπόν ήταν ότι sex, έρωτας και αγάπη είναι ταυτόσημα. Δυστυχώς αυτή είναι και η γενική αντίληψη, οπότε οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης σε αγαστή σύμπνοια με την κοινή γνώμη, εμπεδώνουν την αδιακρισία. Την προσπάθεια για τη διάκριση των εννοιών αυτών των δύο καθοριστικών για τον άνθρωπο λέξεων, θα την κάνουμε αμέσως μετά, αφού καταγράψουμε άλλη μία έννοια που δίνουν τα λεξικά για την Αγάπη.

4. Η στοργή του Θεού προς τον άνθρωπο και του ανθρώπου προς το Θεό:

Με το πρώτο σκέλος της πρότασης συμφωνούμε, βέβαια με την επιφύλαξη της λέξεως στοργή. Το δεύτερο όμως σκέλος, της στοργής του ανθρώπου προς το Θεό, απορρίπτεται ως καταφανώς άτοπο. Όπως δε θα δούμε παρακάτω προσδιορίζοντας την έννοια της Αγάπης, δεν είναι δυνατόν να νιώσει και να δείξει ο άνθρωπος Αγάπη προς το Θεό. Γι’ αυτό δεν συμφωνούμε και με τον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος λέγει ότι ˝το ωραίο και το καλό αγαπιούνται από το κάθε τί˝ . Πρώτο διότι το Ωραίο και το Καλό είναι γνωρίσματα του Αγαθού και Αγαθός είναι μόνο Ένας, ο Θεός κατά τη σχετική ρήση του Χριστού. Δεύτερο, διότι και η ωραιότητα και η καλωσύνη, δεν αγαπιούνται αλλά θαυμάζονται, ερώνται. Έτσι το μόνο που μπορεί να νιώσει ο άνθρωπος, είναι το να γεμίζει από ερωτική ενέργεια (έρωτα), εξαιτίας της χάριτος εκ της Αγάπης (του Θεού). Ο ενδεής άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει τον ανενδεή (αυτάρκη) Θεό.

Τι ωραία που διατυπώνεται η έννοια αυτή κατά τη Θεία Λειτουργία από τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο την ώρα της Αγίας Αναφοράς: ˝Τα Σά εκ των Σών Σοί προσφέρομεν κατά πάντα και δια πάντα˝ (Τα δικά Σου, από τα δικά Σου, σου προσφέρουμε για τα πάντα και παντοτεινά).

Αντιλαμβάνεστε το μέγεθος της πλάνης, της σύγχυσης που χαρακτηρίζει τις έννοιες των δύο αυτών λέξεων του Έρωτα και της Αγάπης. Οι ˝δάσκαλοι˝ κοινωνιών των ανθρώπων, εκπαίδευση, στιχουργοί ευρείας κατανάλωσης τραγουδιών, παρουσιαστές μέσων ενημέρωσης, αλλά όπως είδαμε ακόμη και λεξικά και εγκυκλοπαίδειες, συντηρούν και επαυξάνουν τη ρύπανση δια του νοητού νέφους της αδιακρισίας. Κι αυτό 2.500 χρόνια μετά τον Σωκράτη-Πλάτωνα που μίλησαν για τον Έρωτα και 2000 χρόνια μετά Χριστόν που έμπρακτα δίδαξε τον Έρωτα και την Αγάπη. Και να πως: Στο ˝Περί Έρωτος˝ συμπόσιο, λέει ο Πλάτωνας ότι ο σοφός και μυημένος από τη Διοτίμα Σωκράτης, προσδιορίζει τον Έρωτα-την ερωτική διεργασία-σε πέντε αναβαθμούς.

Οι τέσσερις πρώτες βαθμίδες αφορούν στη σχέση του ανθρώπου με τα όντα (συνδημιουργήματά του), εντός των οποίων ανακαλύπτει τον Δημιουργό τους, τον Οποίο και Ερωτεύεται, κατακτώντας έτσι και την τελευταία πέμπτη βαθμίδα. Άρα Έρωτας είναι η συναισθηματική ορμή που ωθεί την ψυχή στη γνώση και την ένωση με το Θεό.

Αλλά ακόμη καλύτερα, ας ρίξουμε μια προσεκτική ματιά στο βίο του Θεανθρώπου, ο οποίος μας παρουσιάζει στην πράξη τον Έρωτα μέσα από την ανθρώπινη φύση του (Υιός ανθρώπου) δια της μέχρι θανάτου υπακοής προς τον Θεό-Πατέρα, και την Αγάπη προς τον άνθρωπο-σταυρωτή του, μέσα από την Θεϊκή Του φύση (Υιός Θεού) με το ˝άφες αυτοίς ού γαρ οίδασι τι ποιούσι ˝.

Αλλά και ο Ευαγγελιστής της Αγάπης, Ιωάννης ο Θεολόγος είναι αυτός που γνωσιακά διετύπωσε σαφώς τι είναι η Αγάπη, λέγοντας: ˝Ο Θεός Αγάπη εστίν˝.

Αλλά και ο Απόστολος Παύλος πολύ ωραία και αναλυτικά μας μιλάει στον περίφημο ύμνο του για την Αγάπη για τα χαρακτηριστικά της, τις ιδιότητές της ως ανθρώπινη συμπεριφορά, καταλήγοντας ότι ˝ουδέποτε εκπίπτει˝ (Προς Κορινθίους Α:ιγ΄) (← Κάντε κλίκ στον προηγούμενο σύνδεσμο για να δείτε το απόσπασμα της ευαγγελικής περικοπής).

Ας προσπαθήσουμε λοιπόν τώρα να μιλήσουμε για τη διάκριση των εννοιών του Έρωτα και της Αγάπης, αφού όμως πρώτα διευκρινίσουμε την έννοια μιάς τρίτης λέξεως, του πάθους, καθώς συμπληρώνει με τις δύο προηγούμενες, την καθοριστική τριάδα εννοιών, για την ανθρώπινη ύπαρξη.

Προέρχεται από το ρήμα πάσχω και σημαίνει σωματική πάθηση (αρρώστεια), κακοπάθεια, ως αποτέλεσμα εξωτερικών επιδράσεων (συμφορές), αλλά και ψυχική πάθηση, με την έννοια της ακατανίκητης επιθυμίας, από αρνητικές ροπές και κακές έξεις της ψυχής, ως αποτέλεσμα εσωτερικών επιδράσεων.

Εδώ έχουμε ένα καλό παράδειγμα για να παρακολουθήσουμε την περιπέτεια μιάς έννοιας μέχρι την κατάληξή της σε λάθος, μέσα από την κατά-χρηση της ανά τους αιώνες και την αβασάνιστη (κυριολεκτικά) καθιέρωση του λάθους από τους τεχνοκράτες λεξικογράφους, προς χάρη της ″ζωντάνιας″ της γλώσσας-όπως λένε-ενώ ουσιαστικά ταυτίζονται με τους αγράμματους, τους λεξιπενιακούς και αδιάκριτους, καθώς είναι λεξικογράφοι και όχι λεξικολόγοι (ή λεξιλόγοι). Εκτός λοιπόν από τις βασικές (κυριολεκτικές) αυτές έννοιες, δίνουν και τη σημασία του μαρτυρίου. Μαρτύριο όμως σημαίνει τη μαρτυρία, την κατάθεση βεβαίωσης, απόδειξης, αλλά και βασανιστήριο, που όμως σημαίνει το όργανο, το μέσο που προκαλεί κάκωση-πόνο, ενώ η αρχική και κύρια σημασία της λέξεως βάσανος, σημαίνει τον λεπτομερειακό έλεγχο για την εξακρίβωση της αλήθειας και της γνησιότητας. Ας μην πούμε περισσότερα αλλά ας καταλάβουμε τη διαφορά με ένα πολύ γνωστό παράδειγμα.

Μολονότι η πατερική-εκκλησιαστική γραμματεία κατά κανόνα χαρακτηρίζεται κυριολεκτική, παρεισέφρησαν λέξεις όπως ″η εβδομάδα των παθών″ η ″ακολουθία των παθών″ τα ″παθήματα του Χριστού″. Σύμφωνα με τα προεκταθέντα, ο Χριστός δεν ″έπαθε″ κυριολεκτικά, ούτε από εξωτερική επίδραση, όπως αρρώστεια ή συμφορά και κυρίως αυτό που μας ενδιαφέρει, ούτε από εσωτερικές-ψυχικές επιδράσεις ροπών και έξεων (παθών). Υποθέτουν ότι η πορεία αυτής της λέξεως, ξεκίνησε από την καταγραφή μόνο από τον Ευαγγελιστή Λουκά, όπου κατά τον Μυστικό Δείπνο ο Χριστός είπε στους μαθητές του: Επιθυμία επιθύμησα τούτο το Πάσχα φαγείν μεθ’ υμών, προτού με παθείν. Επίσης ο Χριστός κυριολεκτικά, δεν εμαρτύρησε.

Διότι ανακρίθηκε από το Συνέδριο των Αρχιερέων και Φαρισαίων καθώς και από τον Πιλάτο. Ο Αρχιερέας τον ρώτησε για τους μαθητές του και την διδασκαλία Του και ο Χριστός απάντησε ότι πάντα δίδαξε φανερά και όχι κρυφά, αρα ας ρωτήσει για τη διδασκαλία του όλους αυτούς που τον άκουσαν.

Ο υπηρέτης του αρχιερέα θεώρησε προσβλητική την απάντηση και έδωσε ράπισμα στον Ιησού, κι εδώ βρίσκουμε την ορθή χρήση του μαρτυρίου, γιατί του λέγει ο Χριστός: εάν κακώς εμίλησα μαρτύρησε για το κακό, εάν δε καλώς γιατί με κτυπάς;

Κατά την ανάκριση από τον Πιλάτο, ρωτήθηκε: Εσύ είσαι ο βασιλεύς των Ιουδαίων; Ο Χριστός δεν ″εμαρτύρησε″ αλλά απάντησε με ερώτηση: Από τον εαυτό σου το ρωτάς αυτό ή σου το είπαν άλλοι για μένα; Αλλά μετά από σύντομο διάλογο ο Χριστός ″μαρτυρεί″. Συ το είπες ότι εγώ είμαι βασιλεύς. Εγώ γι’ αυτό γεννήθηκα και γι’ αυτό ήλθα στον κόσμο, για να ″μαρτυρήσω″ την Αλήθεια. Αυτό ήταν το ″μαρτύριο-μαρτυρία″ του Χριστού κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Αυτή η Εβδομάδα όμως, ήταν η εβδομάδα των φριχτών βασανιστηρίων του Χριστού. Ο όρος πληροί όλα τα κριτήρια: Χώροι βασανιστηρίων, το Συνέδριο, το λιθόστρωτο της αυλής του Πιλάτου, η πορεία προς το Γολγοθά, ο Γολγοθάς-κρανίου τόπος. Όργανα-μέσα βασανισμού αντίστοιχα, η ψυχολογική πίεση, οι ψευδομάρτυρες, τα ραπίσματα, το ακάνθινο στεφάνι, οι εμπαιγμοί, το μαστίγωμα, η εξουθενωτική πορεία με τον βαρύ σταυρό στον ώμο και τέλος ο σταυρός το φοβερό αυτό όργανο εκτέλεσης. Στο οποίο όμως επάνω καρφωμένο το Θεανθρώπινο σώμα, με τον κορμό του δηλώνει την ερωτική γέφυρα η οποία ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό, και με τα απλωμένα χέρια την αγκαλιά της Αγάπης του Θεού για τους ανθρώπους και του κάθε ανθρώπου για τον συνάνθρωπο.

Εδώ λοιπόν εμάς, προκειμένου να προσδιορίσουμε τις έννοιες των τριών αυτών λέξεων, μας ενδιαφέρει η κύρια σημερινή χρήση της λέξεως πάθος, με τη σημασία των αρνητικών ροπών και έξεων της ψυχής του ανθρώπου, π.χ των εξαρτήσεων από ουσίες, τον τζόγο, το sex, το φαγητό κ.λ.π.

Η ψυχολογική έρευνα στους ανθρώπους που διακατέχονται από αυτά τα ″πάθη″, δείχνει ότι για να λειτουργήσουν αυτά ώστε ο χρήστης να απολαύσει τη χαρά που προσδοκά, πρέπει να παραμεριστεί η λογική. Αυτό φυσικά υποδηλώνουν συνθήματα όπως: ″να σπάσουμε τα όρια″ ή οι στίχοι του πρόσφατου τραγουδιού που λέει: ″κάνε με πάλι να μπορώ, δείξε μου πάλι πώς να θέλω μη μου μαθαίνεις το σωστό. Θέλω να θέλω, όχι να ξέρω″. Ο άνθρωπος λοιπόν που λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο, είναι άνθρωπος ″εμπαθής″. Μια μικρή αλλαγή που θα έλεγε: ″Μάθε μου το σωστό και δείξε μου πώς να το θέλω και να το μπορώ″ θα ήταν καθαρά ερωτική επίκληση, διότι όπως βλέπετε, κάθε άλλο παρά απαιτεί την απεμπόληση της λογικής. Επί των πράξεων-συμπεριφορών, ποια είναι η τεράστια διαφορά αφού και στις δύο περιπτώσεις ο άνθρωπος προσβλέπει στην άντληση χαράς; Στην πρώτη περίπτωση το μέσο και ο στόχος είναι άκρως εγωϊστικός (προκαλώντας κατά κανόνα πόνο στους άλλους), ενώ στη δεύτερη, η χαρά προσφέρεται και στου άλλους μέσω δημιουργημάτων (έργων για το δήμο), έργων Αγάπης.

Ας συνοψίσουμε λοιπόν-προς το παρόν-σε ορισμό, τις έννοιες των τριών αυτών λέξεων (καθοριστικών σε ύψιστο βαθμό για τις σχέσεις με τον εαυτό και του άλλους).

  1. Το πάθος, έχει να κάνει με το παίρνω χαρά, αποκλειστικά για το εγώ, παρακάμπτοντας τη λογική. Η χαρά είναι πρόσκαιρη και αφήνει πίκρα.
  2. Ο έρωτας, έχει να κάνει με το παίρνω χαρά παρουσία της λογικής,την οποία και μοιράζομαι.
  3. Η Αγάπη, έχει να κάνει αποκλειστικά με το δίνω (από το οποίο παίρνω χαρά), αφού είμαι σε θέση να δίνω είτε από το περίσσευμα είτε από το υστέρημά μου. (Βλέπε πίνακα δύο πηγών χαράς-Κάντε κλίκ στον σύνδεσμο για να δείτε τον πινακα).

 

Τo κείμενo βασίζεται στο βιβλίο: «Η οδός επανόδου στον Έρωτα, στην Αλήθεια, στη Ζωή, στην Αγάπη» του Ψυχιάτρου-Ψυχοθεραπευτού Στρατή Γ. Οικονόμου, το οποίο είναι κατοχυρωμένο με ISBN 960 220 058 8.

πηγή: https://gnothisafton.wordpress.com/

 

 

Advertisement

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

The BUTHIDARS

Make Hugs Not War.

Leonberger Life

The Leonberger dog breed. Information and stories.

Mindfills

Getting lost is not a waste of time

Print Test Page

Check Your Printer Quality

Poestoryporium

A paper-cut survivor

The Heavenly Cap

Everything Literature.

Αρέσει σε %d bloggers: