Είμαι η ψυχή σου, Νίκοπτις. Σε κοιτάζω
πέντε χιλιετίες τώρα και τα νεκρά σου μάτια
Δεν σάλεψαν,
Και τα ελαφρά σου μέλη από όπου ξεπήδησα φλεγόμενη
Δεν καίνε πια με μένα ούτε με λάδι από κρόκο.
Δες, η φωτεινή χλόη έχει φυτρώσει στο προσκέφαλό σου
Και σε ασπάζεται με μύριες χορταρένιες γλώσσες
Όχι όμως και συ εμένα.
Μελέτησα πάνω στον τοίχο το χρυσάφι
Και σκέφτηκα πολύ πάνω στα σύμβολα
Τίποτα νέο δεν υπάρχει σε ολόκληρο το μέρος.
Ήμουν διακριτική. Δες,
Μήπως ξυπνήσεις κάποτε κι επιθυμήσεις το κρασί σου
Ω ξεχασιάρα εσύ!
Και το ποτάμι ακόμα, πριν αρκετό καιρόΤο ποτάμι; Τότε ήσουν μικρή,
Και τρεις ψυχές ήρθαν να σε πάρουν
Ήρθα κι εγώ
Και χύθηκα πάνω σου, τις έδιωξα
Και δέθηκα μαζί σου, γνώρισα τις συνήθειες σου.
Δεν άγγισα τις παλάμες σου και τα ακροδάκτυλά σου;
Δεν κύλησα μέσα σου και μέσα από σένα ως την άκρη των ποδιών σου;
Πώς μπήκα μέσα;