Ξεπεσμός
— Το κορμί μ’ απαράτησε πριχού
το παρατήσει η ανάσα του φτωχού.
Μ’ απαράτησεν ό,τι αγαπητό,
στερνά κι εγώ τον ίδιο μου εαυτό.
5
Σαν πέθανα, μ’ αφήσαν τον παθό
να πάω μονάχος να παραχωθώ!
Γυμνός γεννιέσαι και γυμνός πεθαίνεις
στη λάσπη, το γιατί δεν το μαθαίνεις.
— Η ντροπή σου, χιλιόχρονε ραγιά,
10
κι από τα σίδερά σου πιο βαριά!
Γενιές κλαουρίζεις: «Αύριο θα φωτίσει
ήλιος διπλός την κατάμαυρη χτίση».
Αν λαχταράς τον ήλιο, ανασηκώσου
και με δαυλό άναψέ τονε δικό σου.
Αύγουστος 1967
Σχολιάστε