Αξιοσημείωτα από το βιβλίο «Ανάσταση» του Λέων Τολστόι
-Οι άνθρωποι νόμιζαν πως ιερό και σπουδαίο δεν είναι αυτό το ανοιξιάτικο πρωινό, δεν είναι αυτή η θεϊκή ομορφιά του κόσμου που δόθηκε για να τη χαίρονται όλα τα πλάσματα – μια ομορφιά που γεννάει στην καρδιά ειρήνη, αρμονία και αγάπη – αλλά είναι ιερό και σπουδαίο όσα αυτοί οι ίδιοι έχουν σοφιστεί για να εξουσιάζει ο ένας τον άλλο.
-Και στη φαντασία του γεννιόταν κείνο το συνηθισμένο φαινόμενο: να ‘χουμε να δούμε από καιρό πολύ ένα αγαπημένο πρόσωπο, στην αρχή μας κάνουν εντύπωση οι εξωτερικές αλλαγές που έγιναν στο χρόνο της απουσίας του, γίνεται σιγά-σιγά τέτοιο ακριβώς που ήταν πολλά χρόνια πριν, χάνονται όλες οι αλλαγές, και τώρα δε βλέπουμε νοερά παρά κείνη την κύρια έκφραση της αποκλειστικής, της ανεπανάληπτης πνευματικής προσωπικότητας.
-Κι αυτός ο γύρος του τραπεζιού και οι χειραψίες με όλους, μόλο που τους πιο πολλούς ποτέ δεν είχε αλλάξει ούτε μια λέξη, του φάνηκαν πολύ δυσάρεστα και γελοία πράματα.
-Στον έρωτα ανάμεσα σ΄έναν άντρα και μια γυναίκα υπάρχει πάντα μια στιγμή όπου ο έρωτας αυτός φτάνει στο ζενίθ του όπου δεν υπάρχει σ΄αυτόν καμία συναίσθηση, καμία κρίση και τίποτα το αισθησιακό.
-Πέρα απ΄αυτό, πιστεύοντας στον εαυτό του, είχε να κάνει με την κριτική των γύρω του, πιστεύοντας στους άλλους, δεχόταν τους επαίνους του περιβάλλοντός του.
–Η υπηρεσία στο στρατό χαλάει γενικά τον άνθρωπο, γιατί εκεί υποχρεώνεται να ζει σε συνθήκες τέλειας, οκνηρίας, δηλαδή δεν έχει να κάνει μια λογική και ωφέλιμη δουλειά, απαλλάσσεται εκεί από τις κοινές ανθρώπινες υποχρεώσεις με αντάλλαγμα μόνο τη συμβατική τιμή του συντάγματος, της στολής, της σημαίας και, από το ένα μέρος, την απεριόριστη εξουσία πάνω σ΄άλλους ανθρώπους, και, από το άλλο, τη δουλοφροσύνη απέναντι στους ανώτερους.
–Ο μυστικισμός χωρίς ποίηση είναι δεισιδαιμονία, και η ποίηση χωρίς μυστικισμό είναι πρόζα…
-Από τότε και μέχρι σήμερα πέρασε μια μακριά περίοδο χωρίς κάθαρση, και γι΄αυτό ποτέ δεν είχε φτάσει σε μια τέτοια ρύπανση, σε μια τέτοια δυσαρμονία ανάμεσα σε κείνο που ζητούσε η συνείδησή του και σε κείνη τη ζωή που είχε κάνει, και κατατρόμαξε βλέποντας την απόσταση αυτή.
-Όσο μεγάλη κι αν ήταν η απόσταση ανάμεσα σε κείνο που ήταν και σε κείνο που ήθελε σε κείνο που ήταν και σε κείνο που ήθελε να είναι, για την ξυπνημένη μέσα του πνευματική ύπαρξη όλα ήταν πραγματοποιήσιμα.
–Η φυλακή και η ζητιανιά δεν καρτεράνε να τις προσκαλέσεις.
–Άλλοι ματώνουν τη θάλασσα, που λένε, και δεν τρέχει τίποτα, κι εγώ, σου λέει, για το τίποτα να βρω το μπελά μου.
-Κι ύστερα, γιατί να κάνω δυστυχισμένο έναν άνθρωπο, αν αυτός δεν ξέρει τίποτα; Αν ρωτήσει, ναι να του τα πω. Μα να πάω αποκλειστικά για να του μιλήσω; Όχι, δεν βλέπω το λόγο.
-Και μόνο που σκεφτόταν πως θα τη δει, πώς θα της τα πει όλα, πως θα της ζητήσει συγνώμη για το φταίξιμό του, πως θα της δηλώσει ότι θα κάνει το παν, ότι θα την παντρευτεί γα να διορθώσει το λάθος του ( 😦 ), ένα ιδιαίτερο αίσθημα θριάμβου τον αγκάλιαζε, και δάκρυα πλημμύριζαν τα μάτια του.
-Για να καταργήσουμε τις συνθήκες όπου φυτρώνουν τα άτομα αυτά όχι μόνο δεν κάνουμε τίποτα αλλά ενισχύουμε τα ιδρύματα όπου αυτά δημιουργούνται. Τα ιδρύματα αυτά είναι γνωστά: είναι τα εργοστάσια, τα εργαστήρια, οι ταβέρνες, οι οίκοι ανοχής. Κι εμείς όχι μόνο δεν καταργούμε αυτά τα ιδρύματα, αλλά, θεωρώντας τα απαραίτητα, τα ενισχύουμε, ρυθμίζουμε τη λειτουργία τους.
-…όλοι οι άξιοι, οι πλούσιοι, οι μορφωμένοι άνθρωποι όχι μόνο δε φροντίσαμε να εξαλείψουμε τους λόγους που έφεραν αυτό το παιδί στη σημερινή του θέση, αλλά θέλουμε να διορθώσουμε το πράγμα παίρνοντάς του το κεφάλι.
–Όλοι ζούσαν μόνο για τον εαυτό τους, για την απόλαυσή τους, κι όλα τα λόγια για το θεό και για το καλό ήταν απάτη.
-«Δεν προφταίνεις να κοιτάξεις γύρω σου και ξανά σε τραβάει η ζωή», είπε μέσα του δοκιμάζοντας το διχασμό και την αμφιβολία που του προκαλούσε η ανάγκη να εκλιπαρεί άτομα που δε σεβόταν.
-Καμιά άσχημη πράξη, μα ήταν κάτι πολύ χειρότερο από άσχημη πράξη: ήταν κείνες οι σκέψεις απ΄όπου βγαίνουν όλες οι άσχημες πράξεις.
-Τούτη είναι μια γυναίκα του δρόμου- είναι ένα βρώμικο, θολό νερό που προσφέρεται σε κείνους που η δίψα τους είναι πιο δυνατή από τη σιχασιά, κείνη στο θέατρο – είναι ένα φαρμάκι που δηλητηριάζει απαραίτητα όπου πέσει.
-Κι όπως τούτη η νύχτα δεν ήταν κατευναστικά, ανακουφιστικά σκοτεινή, αλλά είχε ένα φως άτονο, λυπητερό, αφύσικο χωρίς να φαίνεται η πηγή του, έτσι κι η ψυχή του Νιεχλιούντοφ δεν είχε πια την ανακουφιστική σκοτεινιά της άγνοιας. Όλα ήταν καθαρά και ξάστερα – ήταν ολοφάνερο ότι όλα όσα θεωρούνται σπουδαία και καλά, είναι ασήμαντα και πρόστυχα, και πως όλη αυτή η λάμψη, όλη αυτή η πολυτέλεια κρύβουν εγκλήματα παλιά, συνηθισμένα σ΄όλους, όχι μόνο ατιμώρητα, αλλά που θριαμβεύουν- και εξωραϊσμένα με όλη κείνη τη γοητεία που μόνο οι άνθρωποι μπορούν να επινοήσουν.
-Πετούσε στα ύψη από τη χαρά του γιατί πίστευε πως καμιά πράξη της Μάσλοβα δε μπορεί να τον κάνει να μην την αγαπάει. Ας έχει πάρε-δώσε με τον αρχινοσοκόμο – αυτό είναι δική της δουλειά: τούτος την αγαπάει όχι για τον εαυτό του, αλλά γι αυτή και για το Θεό. ( 🙂 )
-Η σκέψη ότι, κρίνοντας την από το παρελθόν της και από τη σημερινή της θέση ο κάθε άντρας, μαζί και ο κασιδιάρης νοσοκόμος, θεωρούσε ότι έχει το δικαίωμα να την ενοχλεί, και ύστερα να βλέπει ξαφνικά πως εκείνη δεν έχει διάθεση για τέτοια– τη στεναχωρούσε αφάνταστα και την έκανε να λυπάται τον εαυτό της, πνιγμένη στα δάκρυα.
-Εξάλλου οι πιο πολλοί από τους καταδικασμένους είναι αθώοι γιατί, διαπαιδαγωγημένοι σ΄ένα ορισμένο περιβάλλον, δε θεωρούν εγκληματικές τις πράξεις τους.
-Ναι είναι λογικό να τιμωρηθεί σωματικά ένας άνθρωπος για να μην ξανακάνει το ίδιο που του στοίχισε την τιμωρία, και απόλυτα λογικό να κοπεί το κεφάλι ενός κακοποιού επικίνδυνου για την κοινωνία. Και οι δυο αυτές ποινές έχουν λογική βάση. Μα τι νόημα έχει η φυλάκιση ενός ατόμου που το χάλασε η οκνηρία και το κακό παράδειγμα, φυλάκιση μέσα σε συνθήκες ξένοιαστης και αναγκαστικής τεμπελιάς, παρέα με τα πιο διεφθαρμένα άτομα;
–Δε μπορούν αυτές οι φυλακές να εξασφαλίσουν τη σιγουριά μας, γιατί οι άνθρωποι αυτοί δεν κάθονται μέσα και ισόβια – τους απολύουν μια μέρα.
–Μόνο να μπορούσε, πες κανείς να βλέπει πάντα έγκαιρα το δοκάρι στο μάτι του, πόσο θα ήταν καλύτερα.
-Αν ήταν δυνατό να δεχτούμε – έστω για μια ώρα και έστω σε μια, αποκλειστική περίπτωση – ότι μπορεί να είναι κάτι πιο σπουδαίο από την αγάπη για τους συνανθρώπους μας, τότε δεν υπάρχει έγκλημα που θα μπορούσαμε να κάνουμε χωρίς να θεωρηθούμε ένοχοι.
-…είναι τρομερό να βλέπεις ανθρώπους που δεν έχουν τη σπουδαιότερη ανθρώπινη ιδιότητα – την αγάπη και τη συμπόνια ο ένας για τον άλλον.
-Όπως δε μπορεί να μας βλάψει μα, απεναντίας, μας ωφελεί το φαγητό που τρώμε τότε που πεινάμε, έτσι και με τους ανθρώπους είναι δυνατό να ‘ρχεσαι σ’ επαφή για να τους ωφελήσεις κι όχι να τους βλάφτεις μόνο τότε που αισθάνεσαι αγάπη.
-…με τη συναίσθηση ότι μπορούσε να εμπνεύσει αγάπη σ΄έναν άνθρωπο τόσο εξαιρετικό ένιωσε τον εαυτό της πιο ψηλά.
-Γα το γάμο είχε τη δική του θεωρία που έλεγε ότι η αναπαραγωγή δεν είναι παρά η πιο χαμηλή από τις λειτουργίες του ανθρώπου – η ανώτερη είναι να υπηρετούμε το ον, το ζωντανό που ήδη υπάρχει. Έβρισκε την επιβεβαίωση αυτής της σκέψης στην ύπαρξη των φαγοκυττάρων στο αίμα. Οι ανύπαντροι άνθρωποι, κατά τη γνώμη του, είναι φαγοκύτταρα που προορισμό τους έχουν να βοηθάνε τ΄αδύνατα, άρρωστα μόρια του οργανισμού.
-Μα εγώ ξέρω καλά πως κι αν ακόμα είναι μια εξαιρετική αγάπη στη βάση της βρίσκεται χωρίς άλλο κάποια βρωμιά…
–Έχουμε διάφορες θρησκείες γιατί οι άνθρωποι πιστεύουν σε άλλους κι όχι στον εαυτό τους.
–Οι θρησκείες είναι πολλές αλλά το πνεύμα ένα. Και είναι μέσα μου, μέσα σου, μέσα του. Λοιπόν, ας πιστεύει ο καθένας στο πνεύμα του, κι έτσι θα είναι όλοι ενωμένοι. Ας γίνει ο καθένας ο εαυτός του κι όλοι θα είναι σαν ένας ενωμένοι.
-Είμαι ο εαυτός μου. Πώς σε λένε; Άνθρωπο. «Τι ηλικία έχεις;» Εγώ, λέω, δε μετρώ, μα και είναι αδύνατο να μετρήσω, γιατί πάντα ήμουν και πάντα θα είμαι.
1 Ιουλίου 2016 at 10:02 μμ
[…] Εμπνευσμένο από το βιβλίο «Ανάσταση» του Λέων Τολστόι […]
Μου αρέσει!Μου αρέσει!