Κλειώ
Τον βρήκε ήσυχο στη φυλακή
με ανοιγμένο τον μέγα ονειροκρίτη στη λέξη αίμα.
Επαίρονταν πως ήταν παρανοϊκός
ταξίδευε διαρκώς με το χρυσό του άρμα
μεταξύ Καλαμαριάς και μεγάλης Άρκτου.
Αγαπούσε την Κλειώ, έκπαγλος όρμος, μαγνητικό γαλάζιο
και μια νύχτα στραγγισμένη από σχήματα
τη χτύπησε με το σπαθί του γαλαξία στην καρδιά.
Εκείνη έγειρε βουβή κ’ έμεινε ακίνητη
για ένα δισεκατομμύριο τουλάχιστον αιώνες.
Τ’ άλλα ας μείνουν στο σκοτάδι.
Από τη συλλογή Περίπλους (1991)
Γιώργος Καφταντζής (22/3/1920 – 12/3/1998)
Γεννήθηκε στην Ηράκλεια Σερρών. Γόνος καλλιεργημένης οικογένειας, έχασε τον πατέρα του σε ηλικία 11 ετών. Ατίθασος και διαρκώς επαναστατημένος οργανώθηκε, μαθητής ακόμη, στην Αριστερά. Το 1940 ο θάνατος της αδελφής του Ιωάννας έγινε αφορμή για να γράψει την πρώτη του ποιητική συλλογή «Τα μοιρολόγια». Πήρε μέρος στη Μάχη της Κρήτης, από την οποία εμπνεύστηκε τις «Δώδεκα μέρες», και ως κορυφαίο στέλεχος (Μαλέας) της ΕΠΟΝ στην Εθνική Αντίσταση, περίοδο που σφράγισε το λογοτεχνικό του έργο. Πρωτοστάτησε στο περιοδικό «Ξεκίνημα» του Εκπολιτιστικού Ομίλου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αργότερα ίδρυσε περιοδεύοντα θίασο στο Βουνό (Δυτική Μακεδονία). Παντρεύτηκε την Αλκμήνη Σιμώτα και απέκτησαν δυο παιδιά. Έζησε και δικηγόρησε στις Σέρρες, την αγαπημένη του πόλη, όπου ανέπτυξε πλούσια κοινωνική και πολιτιστική δράση και δημιούργησε το τεράστιο (47 τίτλοι) συγγραφικό έργο του, ιστορικό, ποιητικό, πεζογραφικό, θεατρικό και πλήθος άρθρων σε περιοδικά και εφημερίδες. Ασχολήθηκε με τη ζωγραφική. Τα περισσότερα θεατρικά του έργα παρουσιάστηκαν επί σκηνής. Μέρος των ποιημάτων του μελοποιήθηκε. Η τηλεόραση του αφιέρωσε εκπομπές. Ο ίδιος και το έργο του τιμήθηκαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Η πόλη του τον τίμησε δίνοντας το όνομά του σε κεντρική πλατεία, όπου στήθηκε ο ανδριάντας του.
Σχολιάστε