ΜΙΑ ΑΣΗΜΑΝΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σαν είτανε μικρή, της τρύπησαν τ’ αυτιά, για να φο-
ράει, λέει, σκουλαρίκια.
Μεγάλωσε, παντρεύτηκε, ανάθρεψε παιδιά˙ σκουλαρί-
κια δε φόρεσε. Ένα δείλι,
είπε ο μεγάλος γιος της: «Εγώ, μάνα, θα φύγω,
και θα σου φέρω μια μέρα – να δεις – σκουλαρίκια
χοντρά, μαλαματένια και μακριά, ν’ ακουμπάνε στους
ώμους σου». Εκείνη
χαμογέλασε απόμακρα. «Φτάνει να μου γυρίσεις, γιε
μου», του είπε.
Πέρασαν χρόνια˙ ο γιος παντρεύτηκε˙ μεγάλωσε παι-
διά˙ σκουλαρίκια δεν έφερε.
Η μάνα παραγέρασε, καμπούριασε˙ οι ώμοι της
ακούμπησαν στ’ αυτιά της. Είπε να του στείλει μέτρα
να μην είναι πια τόσο μακριά τα σκουλαρίκια. Ώσπου
μια μέρα
σκίστηκαν άξαφνα ως κάτου οι τρύπες στ’ αυτιά της.
Τότε κατάλαβε πώς ο γιος της είχε πεθάνει.
Σχολιάστε