Παράδεισος
Λεύτερος να ’σαι δούλος οποιανού,
λεύτερος να μιλάς, όταν κοιμάσαι,
λεύτερος, χρόνια να τα κυνηγάς
των Γιούρων τα ποντίκια μη σε φάνε.
5
Στις πληγές της ψυχής σου να χιλιάζουν
τα ψέματα — της μύγας τα σκουλήκια —,
να ’σαι της Ιστορίας γελοιογράφος,
αφέντης δίχως πιθαμή δικιά σου.
Σαν τη στέρφα γουρούνα τ’ αϊ-Αντώνη,
10
μισότυφλη από πάχητα και νύστα,
να νείρεσαι πως κολυμπάς σε κάτουρα
και ξερατά, γρυλίζοντας: «παράδεισος»!
Σχολιάστε