Δεκατρείς ώρες δεν σήκωσα κεφάλι
Άγνοια για όλα τα έξω απ΄τη δουλειά
Άνοιξα την πόρτα και είδα την κόλαση
Αγέρηδες λυσσομανούσαν, σηκώνοντας ότι βρίσκαν
Ακατάστατη βροχή στο έλεος του αέρα
Δεν καθόμουν ούτε λεπτό παραπάνω
Ήθελα να φτάσω στη θαλπωρή
Η άκρη του ματιού μου πήρε ένα πεσμένο γέρικο δέντρο
Είχε κόψει τον δρόμο
Κορναρίσματα, κρότοι, αέρινα σφυρίγματα
Τάχυνα το βήμα από φόβο
Σήκωσα το κεφάλι μέσα απ΄την κουκούλα
Είδα μια γιγάντια σκεπή να ξεκολλάει από μακρινή ταράτσα
Με ταχύτητα την πετούσε ο αέρας προς εμένα
Γύρω μου κανείς άλλος τρελός
Χρόνος αντίδρασης μηδέν
Η κίνηση της σκεπής φρέναρε μπροστά μου
Μόνο Εγώ ξεψύχησα, είδα το τέλος μου
Ποια δουλειά!…Ποια θαλπωρή!
Πηγή:www.stixoi.info
Σχολιάστε